12:52 “Η κατάρρευση του πετρελαίου”.
Μια πανδημία και ένας πόλεμος τιμών μαζί έφεραν τις ενεργειακές αγορές σε κρίση.
Του Daniel Yergin,
Αυτή η συντριβή θα δημιουργήσει αναταραχή στις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και θα προσθέσει στην αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Θα προσθέσει επίσης ένα άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας σε μια ήδη έμφορτη γεωπολιτική κατάσταση -μεταξύ άλλων, με το να τραβήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αμφιλεγόμενες διεθνείς διαμάχες για το τι μπορεί να γίνει για να μετριαστεί η συντριβή. Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ έφθασε στο υψηλότερο επίπεδό της, στα 13,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως -σημαντικά περισσότερο από τους άλλους κορυφαίους παγκόσμιους παραγωγούς, την Σαουδική Αραβία και την Ρωσία. Το ρεκόρ αυτό ήρθε μετά από μια δεκαετία κατά την οποία, λόγω της σχιστολιθικής επανάστασης που ενεργοποιήθηκε από τις νέες τεχνικές fracking [στμ: υδραυλικής ρηγμάτωσης], οι Ηνωμένες Πολιτείες πήγαν από το να είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως στο να γίνουν ένας σημαντικός εξαγωγέας.
Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει ήδη μπει στον καυγά. Παρόλο που από καιρό υποστήριζε τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου -και ήταν γρήγορος στο να αναρτά tweets κατά του Οργανισμού των Πετρελαιο-Εξαγωγικών Κρατών (OPEC) και των προσπαθειών για την παγκόσμια διαχείριση των προμηθειών τα τελευταία χρόνια- η σημερινή κατάρρευση έχει προκαλέσει μια ανατροπή. Πρόσφατα κάλεσε τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, για να μιλήσουν για το τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί αυτό που αργότερα θα αποκαλούσε ως «βλαβερή» πτώση. Ο Trump κάλεσε στην συνέχεια τον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο, Mohammed bin Salman, και ανακοίνωσε ότι ετοιμάζεται μια σημαντική, συντονισμένη μείωση από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου. Οι Σαουδάραβες ακολούθησαν με μια έκκληση να επανασυνεδριάσει ο ΟΠΕΚ μαζί με άλλα βασικά έθνη παραγωγής πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά και του Μεξικού. Όλα αυτά ανέβασαν τις τιμές, αν και το «πότε», το «πώς» και το «ποιος» της δυνητικής συμφωνίας παραμένουν ασαφή. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παικτών, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η εφαρμογή μιας συμφωνίας.
Η φύση και η κατακόρυφη κλίμακα της τρέχουσας κατάρρευσης και οι γεωπολιτικές διαμάχες που προκάλεσε παρουσιάζουν μοναδικές προκλήσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον ενεργειακό τομέα τους –προκλήσεις που θα έχουν σημαντικές συνέπειες για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε μια ήδη επικίνδυνη στιγμή.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Όπως και με πολλές άλλες βιομηχανίες, η ακραία δυσφορία στις αγορές πετρελαίου προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού. Αλλά στην περίπτωση του πετρελαίου, η δυσφορία αυτή έρχεται με μια γεωπολιτική περιπλοκή.
Η τελευταία κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, η οποία ξεκίνησε το 2014 ως αποτέλεσμα της αύξησης της προσφοράς, έληξε τελικά το 2016 με την εμφάνιση μιας νέας τάξης στο διεθνές πετρέλαιο –τον OPEC+. Πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ των 11 μελών του ΟΠΕΚ και δέκα χωρών που δεν είναι μέλη του ΟΠΕΚ για να μειώσουν από κοινού την παραγωγή, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η πτωτική αγορά. Μερικές φορές αποκαλούμενος ως η Συμμαχία της Βιέννης λόγω του τόπου της δημιουργίας του, ο ΟΠΕΚ+ ήταν στα θεμέλιά του σαουδο-ρωσικής καταγωγής, με τους τότε μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου (και μακροχρόνιους ανταγωνιστές) να αγκαλιάζουν τη νέα συνεργασία. Παρείχε επίσης ένα άνοιγμα για μια στρατηγική σχέση, δίνοντας στην Ρωσία ένα άνοιγμα για την οικοδόμηση δεσμών με έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και επίσης για να προσελκύσει σαουδαραβικές επενδύσεις. Για την Σαουδική Αραβία, ήταν ένας τρόπος να αντισταθμίσει την σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να κερδίσει κάποια μόχλευση στην αντιπαλότητά της με το Ιράν.
Αλλά η πρώτη φάση της κρίσης του κορωνοϊού, δηλαδή η επιδημία στην Κίνα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, έσπασε την συμμαχία. Η Κίνα, η μεγαλύτερη αναπτυσσόμενη αγορά για το πετρέλαιο όλου το κόσμου, έκλεισε ξαφνικά. Αντί της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης, όπως αναμενόταν, η ζήτηση μειώθηκε κατά μια πρωτοφανή ποσότητα έξι εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως στο πρώτο τρίμηνο του 2020.
ΠΗΓΗ: foreignaffairs.gr