«Πώς επηρεάζουν οι εξελίξεις στη Συρία την αγορά πετρελαίου»;
Μία σημαντική ιδιαιτερότητα των συγκρούσεων στη Συρία είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι αποτελούν εξαγωγείς πετρελαίου.
Μία σημαντική ιδιαιτερότητα των συγκρούσεων στη Συρία είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι αποτελούν εξαγωγείς πετρελαίου.
Ισχύει αυτό ακόμη και για το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο, όπως αποτύπωσε εκτενές άρθρο των Financial Times διαχειρίζεται με εντυπωσιακό επαγγελματισμό τις πετρελαιοπηγές της ανατολικής Συρίας και (μέχρι την άνοιξη, οπότε τις απώλεσε) του Ιράκ, εξασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση τη συνέχιση της παραγωγής, στρατολογώντας με το αζημίωτο στελέχη του πετρελαϊκού κλάδου από την αγορά και συμπεριλαμβάνοντας στους πελάτες του ακόμη και… τις αντίπαλες ένοπλες οργανώσεις, που δεν έχουν άλλον τρόπο εξασφάλισης καυσίμων. Στο ίδιο δημοσίευμα, υπολογίζεται ότι οι τζιχαντιστές εισπράττουν, έστω και με χαμηλές τιμές της τάξης των 20-40 δολαρίων ανά βαρέλι, περίπου 1,5 εκατ. δολάρια μηνιαίως, γεγονός που προσφέρει μια στέρεη οικονομική βάση στο “Χαλιφάτο”.
Το ερώτημα γιατί ο υπό τις ΗΠΑ συνασπισμός κατά του Ισλαμικού Κράτους δεν έχει βομβαρδίσει εδώ και έναν χρόνο τους πετρελαιαγωγούς που ελέγχουν οι τζιχαντιστές απαντιέται κυρίως με την επίκληση των αναγκών επιβίωσης του πληθυσμού που τελεί υπό την εξουσία τους. Το έτερο ερώτημα, που έχει διατυπώσει προ πολλού ο Vladimir Putin, δηλ. ποιοί είναι αυτί που αγοράζουν και διοχετεύουν στη διεθνή αγορά τις συγκεκριμένες ποσότητες πετρελαίου, ακόμη περιμένει την απάντησή του – αν και επίμονες φήμες δείχνουν προς την κατεύθυνση της Τουρκίας και δη του άμεσου περιβάλλοντος του Tayyip Erdogan.
Κατεξοχήν πετρελαϊκή δύναμη είναι βέβαια η ίδια η Ρωσία και είναι λογικό να τίθεται το ερώτημα αν η στρατιωτική εμπλοκή της στη συριακή κρίση υποκρύπτει και μιαν ειδικότερη διάσταση ενεργειακής διπλωματίας.
Ούτως ή άλλως η Συρία αποτελεί έναν χώρο κρίσιμο για την τροφοδοσία της Ευρώπης, καθώς αποτελεί το τέρμα διαφορετικών και ανταγωνιστικών σχεδίων μεταφοράς υδρογονανθράκων – είτε από το Ιράν μέσω Ιράκ είτε από τον Περσικό Κόλπο. Το ποιος παίκτης θα διατηρήσει πολιτικό έλεγχο και επιρροή στην αυριανή Συρία αποτελεί το κρισιμότερο ερώτημα για την ευόδωση του ενός ή του άλλου σχεδίου – και η αεροπορική βάση που απέκτησε η Ρωσία στη Λατάκια για τις ανάγκες των πρόσφατων επιδρομών αναμένεται βασίμως να αποτελέσει μόνιμο γνώρισμα του συριακού τοπίου και την “επόμενη μέρα”.
Ευρύτερα μιλώντας, η προβολή στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δίνει το δικαίωμα στη Μόσχα να παρεμβληθεί στις θαλάσσιες οδούς που ελέγχονται από την αμερικανική υπερδύναμη και περιλαμβάνουν τρία στενά (Διώρυγα του Σουέζ, Ορμούζ, Μπαμπ-ελ-Μαντέμπ) που λειτουργούν ως στρόφιγγες της διεθνούς πετρελαϊκής κυκλοφορίας. Άλλωστε ακόμη και η οποιαδήποτε υποψία αστάθειας στην περιοχή μπορεί να δώσει στις τιμές του μαύρου χρυσού μιαν ώθηση, που για την Ρωσία στην παρούσα φάση μόνο ευεργετική μπορεί να είναι.
Το ζήτημα, όμως, που αναδεικνύουν σε πρώτο πλάνο οι τελευταίες εξελίξεις αφορά τις ισορροπίες μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, σε μία συγκυρία κατά την οποία δοκιμάζονται οι εκατέρωθεν αντοχές. Το Ριάντ ως υπ’ αριθμόν ένα θιασώτης της “αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό και προστάτης των ανταρτών στη Συρία έχει κάθε λόγο να αντιδρά οργισμένα στην ρωσική επέμβαση – πόσω μάλλον που μαίνεται από πέρσι ο ανταγωνισμός των δύο πλευρών για τη διατήρηση μεριδίου αγοράς εν μέσω δραστικής υποχώρησης των τιμών του πετρελαίου. Ιδίως, όταν ο επιχειρησιακός συντονισμός της Μόσχας με τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη ως προς τη Συρία στρώνει το έδαφος για μια ενδεχόμενη συνολική στρατηγική σύμπραξη που θα έφερνε την Ρωσία (μη μέλος του ΟΠΕΚ) να ηγείται ενός αντιπολιτευόμενου μπλοκ των “μη κατεχόντων” στους κόλπους του κυριαρχούμενου από το Ριάντ καρτέλ. Ήδη ο Vladimir Putin δήλωσε προς τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Nicholas Maduro τον Σεπτέμβριο ότι οι χώρες τους “πρέπει να συνεργασθούν για την ενίσχυση των τιμών”.
Με αυτή την έννοια, είναι κατανοητή η αντίδραση του Σαουδάραβα υπουργού Εξωτερικών Adel al-Jubeir ο οποίος προανήγγειλε εντατικοποίηση του εξοπλισμού των ανταρτών στη Συρία ώστε να καταπολεμήσουν τις ρωσικές δυνάμεις. Ωστόσο, το παιχνίδι μεταξύ Μόσχας και Ριάντ δεν παίζεται μόνο με όρους ανταγωνισμού – καθώς την ίδια στιγμή βολιδοσκοπούνται επίμονα οι δυνατότητες ενός πιθανού συμβιβασμού, όπως μαρτυρούν οι δύο επισκέψεις που έχει πραγματοποιήσει στη Μόσχα από τον Ιούνιο ο γιός του μονάρχη Salman και υπουργός Άμυνας του βασιλείου, Mohammad.
Η Σαουδική Αραβία βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τόσες πολλές προκλήσεις ταυτοχρόνως. Η απορρόφησή της εδώ και επτά μήνες από τον καταστροφικό πόλεμο εναντίον των σιιτών ανταρτών Houthi στην Υεμένη κοστίζει σε χρήμα και σε αξιοπιστία – και πάντως δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μεγαλύτερη εμπλοκή στο μέτωπο της Συρίας όπου το στοίχημα της “αλλαγής καθεστώτος” μοιάζει να χάνεται – ενώ τυχόν υποχώρηση των τζιχαντιστών προς την κατεύθυνση της Σαουδικής Αραβίας θα θέσει υπό απειλή την εξουσία των Σαούντ. Η δημοσίευση από την εφημερίδα Guardian της επιστολής (μη κατονομαζόμενου) μέλους της βασιλικής οικογένειας που καλεί σε παλατιανό πραξικόπημα για την ανατροπή του υπερήλικα Salman είναι ενδεικτική ενός υφέρποντος αναβρασμού, ενώ και η πρόσφατη τραγωδία στη Μέκκα, όπου ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου εκατοντάδες προσκυνητές, πλήττει το κυριότερο νομιμοποιητικό στοιχείο της μοναρχίας, την ιδιότητα του διαχειριστή των Ιερών Προσκυνημάτων του Ισλάμ.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την πετρελαϊκή παραγωγή, οι ανάγκες διαφύλαξης της συναίνεσης του πληθυσμού στο πρόσωπο ενός νέου (και ήδη αμφισβητούμενου) μονάρχη και οι αυξημένες εξοπλιστικές δαπάνες έχουν προκαλέσει ένα εφιαλτικό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 20% του ΑΕΠ, το οποίο καλύπτεται με ροκάνισμα των σαουδαραβικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, που έχουν ήδη υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 32 μηνών. Επιπλέον η στρατηγική της μη περικοπής των πετρελαϊκών εξαγωγών, παρά την καθίζηση της τιμής, δεν δείχνει να αποδίδει, στον βαθμό που δεν εκτοπίζει από την αγορά ανταγωνιστές, όπως ο αμερικανικός κλάδος σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, ενώ το κόστος αποδεικνύεται βαρύτερο για το Ριάντ, που έχει το νόμισμά του προσδεδεμένο στο δολάριο, απ’ ό,τι για τη Μόσχα που επιβιώνει δημοσιονομικά με την διολίσθηση του ρουβλίου.
Όλα αυτά, καταλλήλως συνοδευόμενα από κάποια ηχηρά εξοπλιστικά συμβόλαια, θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα πεδίο συνεννόησης μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, τόσο στη Συρία ή την διαμεσολάβηση του ιρανο -σαουδαραβικού ανταγωνισμού, όσο και στην πετρελαϊκή πολιτική των δύο μεγαλύτερων παραγωγών.
( capital.gr )