“Το φυσικό αέριο ως «αντίδοτο» στην ενεργειακή φτώχεια και ο ρόλος των ελληνικών υδρογονανθράκων”.
Του Δημήτρη Πεφάνη,
Το φυσικό αέριο έχει οριστεί ως καύσιμο «γέφυρα» προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα αλλά σε μια περίοδο ύφεσης μάλλον θα κληθεί να καταπολεμήσει και το «σαράκι» της ενεργειακής φτώχειας.
Το διπλό στοίχημα της ενεργειακής μετάβασης σε καθαρότερες μορφές ενέργειας και της καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την ενεργειακή πολιτική εν μέσω της πανδημίας και των αρνητικών προγνωστικών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Το φυσικό αέριο έχει οριστεί ως καύσιμο «γέφυρα» προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα αλλά σε μια περίοδο ύφεσης μάλλον θα κληθεί να καταπολεμήσει και το «σαράκι» της ενεργειακής φτώχειας. Για το λόγο αυτό άλλωστε, οκτώ χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, πρόσφατα απέστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην οποία τονίζεται ο ρόλος των υποδομών φυσικού αερίου και κατά συνέπεια της υποστήριξης των επενδύσεων των κρατών-μελών. Όμως, βραχυπρόθεσμα, πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα θα κληθούν να λύσουν και άλλα καίρια πρακτικά ζητήματα όπως είναι εκείνο της επαρκούς κάλυψης των ενεργειακών αναγκών των πολιτών.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα το χειμώνα. Η δυσχέρεια πρόσβασης των ελληνικών νοικοκυριών σε επαρκή ενέργεια επιβεβαιώνεται και από πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2019) όπου φαίνεται πως το 25,7% των ελληνικών νοικοκυριών δυσκολεύεται να έχει άνετη πρόσβαση στη θέρμανση τους χειμερινούς μήνες.
Οι υποδομές και η παραγωγή στην Ελλάδα
«Το κόστος του φυσικού αερίου είναι εξ ορισμού φθηνότερο από το πετρέλαιο και είναι κάτι το οποίο επιζητούν δεκάδες πόλεις στην Ελλάδα», σημείωσε απαντώντας πρόσφατα σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου για το θέμα της τηλεθέρμανσης στη Μεγαλόπολη, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης.
Η διείσδυση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα βαίνει αυξανόμενη, με το δίκτυο να επεκτείνεται σε όλη τη χώρα. Οι υποδομές μικρής και μεγάλης κλίμακας αποτελούν προτεραιότητα της κυβέρνησης, με τους αγωγούς (TAP, IGB, Poseidon, EastMed) και τα project LNG (FSRU Αλεξανδρούπολης, Ρεβυθούσα, LNG bunkering στον Λιμένα Πατρών) να βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της ενεργειακής πολιτικής. Προφανώς, ένας αγωγός μεταφοράς, υποστηρίζεται καλύτερα ως επένδυση όταν υπάρχει και εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων.
Η έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στη χώρα, ως βασικό κομμάτι του «παζλ» της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδας πήρε «σάρκα και οστά» με την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) να διαχειρίζεται σήμερα 11 παραχωρήσεις. Στην Ελλάδα, δραστηριοποιούνται ήδη τρεις μεγάλοι διεθνείς όμιλοι (Total, ExxonMobil, Repsol) και δύο ελληνικοί όμιλοι (ΕΛΠΕ, Energean), κάτι που αποτελεί απόδειξη ότι υπάρχουν προοπτικές για να κερδίσει τελικά η Ελλάδα το στοίχημα της καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας και της οικονομικής ανάπτυξης μέσω εγχωρίων ενεργειακών επενδύσεων.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ, Γιάννης Μπασιάς στο περιοδικό Foreign Affairs, «ένας συνδυασμός τεχνικών και οικονομικών παραμέτρων συνέβαλε τα τελευταία χρόνια ώστε η Ελλάδα να αποτελεί σήμερα μέρος της πετρελαϊκής δραστηριότητας της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αυτές οι παράμετροι συνοψίζονται στις πρόσφατες ανακαλύψεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, στο νέο γεωλογικό μοντέλο γένεσης υδρογονανθράκων, το οποίο προστέθηκε από το 2015 στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στη βελτίωση της τεχνολογίας γεωτρήσεων σε μεγάλα και πολύ μεγάλα θαλάσσια βάθη παγκοσμίως, στην αύξηση της εμπορικής σημασίας του φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο και στη διαφοροποίηση του εφοδιασμού με αέριο για την ευρωπαϊκή αγορά».
Οι διεθνείς ανάγκες για ενέργεια αυξήθηκαν δραματικά την τελευταία δεκαετία, με το αέριο να αντιπροσωπεύει το 45% αυτής της αύξησης. Παράλληλα, η μείωση της συμβολής του άνθρακα και η διεύρυνση χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αναμένεται να αντικαταστήσουν μέρος του πετρελαίου που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρική ενέργεια και τις μεταφορές. «Αυτό με την σειρά του ενισχύει την σημασία του φυσικού αερίου στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των προαναφερόμενων αλλαγών οδήγησε σε αύξηση της παραγωγής αερίου από υπεράκτιες γεωτρήσεις καλύπτοντας σχεδόν το 30% της παγκόσμιας ζήτησης τα τελευταία πέντε χρόνια. Καθώς έχουν ξεπεραστεί οι τεχνολογικοί περιορισμοί της εξερεύνησης και πλέον καθίσταται εφικτή η παραγωγή σε περιβάλλοντα πολύ βαθέων υδάτων, η βιομηχανία επικεντρώνεται σήμερα στα εξαιρετικά βαθιά ύδατα, με στόχο την παραγωγή μεγάλου μέρους του φυσικού αερίου από τέτοια θαλάσσια περιβάλλοντα στο εγγύς μέλλον», σημειώνει ο κ. Μπασιάς.
Τα οφέλη από τις έρευνες υδρογονανθράκων για το κράτος και η συμβολή τους στην οικονομική ανάκαμψη
Η πρόεδρος της Επιτροπής Υδρογονανθράκων του ΙΕΝΕ, Τερέζα Φωκιανού, κληθείσα να σχολιάσει το θέμα των ερευνών στο 3ο ΙΕΝΕ Webinar, σημείωσε ότι «βλέπουμε παγκοσμίως ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο πρόκειται να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα. Μιλάμε για ηλεκτροπαραγωγή και δεν σκεφτόμαστε ποια θα είναι η πρωτογενής ενέργεια. Οι ΑΠΕ δεν παρέχουν μονάδες βάσης. Το σημαντικότερο θέμα αυτή τη στιγμή είναι το φυσικό αέριο. Και το πιο σημαντικό για την Ελλάδα είναι να προχωρήσει στον τομέα αυτό για να μπορέσουμε να απεξαρτηθούμε στο μέλλον από τις εισαγωγές. Αυτή είναι η καλύτερη περίοδος τώρα να ασχοληθεί η Πολιτεία για να μπορέσει να αναπτύξει το κομμάτι των ορυκτών καυσίμων. Όλες οι πετρελαϊκές εταιρείες ξέρουν καλά ότι οι τιμές ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Η χώρα μας δεν βρίσκεται σε παραγωγή, θέλουμε έρευνα. Τον χρόνο της ερευνητικής περιόδου οι τιμές θα έχουν ανέβει πολύ ψηλά και τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Δεν περιμένουμε να δώσουμε παραχωρήσεις μόνο όταν το πετρέλαιο είναι πολύ ψηλά».
Όπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο insider.gr, o κ. Αντώνης Φώσκολος, ομότιμος καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης και ομότιμος ερευνητής της Γεωλογικής Υπηρεσίας του Καναδά, «η Ελλάδα εξαρτάται από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων, τις οποίες ο ελληνικός λαός μοσχοπληρώνει. Σχεδόν όλα τα έσοδα από τον τουρισμό μας πάνε για τις εισαγωγές υδρογονανθράκων. Εισάγουμε ρωσικό φυσικό αέριο προς 12 δολάρια ανά Gj (γιγατζάουλ) όταν η εκμετάλλευση του δικού μας φυσικού αερίου προς 8 δολάρια ανά Gj όχι μόνο θα ήταν επωφελής για την ελληνική κυβέρνηση αλλά θα προσέφερε δουλειά σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Βάσει της σύμβασης που έχουμε με τη Ρωσία έως το 2025, αναμένεται ότι θα πληρώσουμε στη Ρωσία περίπου 35 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν άνετα να εξοικονομηθούν. Το ίδιο συμβαίνει και με το αργό πετρέλαιο. Κάθε χρόνο εισάγουμε περίπου 130 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο. Αν εκτιμήσουμε την τιμή του στα 55 δολάρια ανά βαρέλι ,τότε, κάθε χρόνο, η Ελλάδα εξάγει συνάλλαγμα της τάξης των 7,15 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από την εκμετάλλευση των δικών κοιτασμάτων στο Ιόνιο θα κερδίζαμε τουλάχιστον το μισό ποσό. Από το 1997 που γνωρίζαμε την ύπαρξη κοιτασμάτων αργού πετρελαίου, μέχρι σήμερα δώσαμε στους ξένους πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια».
Τα πρώτα έσοδα για το ελληνικό κράτος
Οφέλη όμως προκύπτουν για το κράτος και από την μέχρι τώρα δραστηριότητα της ΕΔΕΥ. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ετήσια οικονομική έκθεσή της, η οποία περιλαμβάνει τις δραστηριότητες του 2019 και το πρόγραμμα για το 2020, το σύνολο του ενεργητικού της εταιρείας διαμορφώνεται στα 12.550.280 ευρώ (από 7.123.070) και τα καθαρά κέρδη ανέρχονται σε 4.383.979 ευρώ (από 4.282.498).
Τα έσοδα της επιχείρησης προέρχονται από τις υπογραφές των συμβάσεων, τις στρεμματικές αποζημιώσεις, τις μελέτες της ΕΔΕΥ, τα royalties από την παραγωγή του Πρίνου και από άλλες μικρότερης κλίμακας εργασίες.
ΠΗΓΗ: insider.gr