ΦΕΚ A 137/7.8.2009
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3784/6.8.2009
Αναθεώρηση Διατάξεων του ν. 703/1977 περί Ανταγωνισμού και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του ν. 703/1977 (ΦΕΚ 278 Α), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής ή κατηγορίες αυτών, που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι εν όλω ή εν μέρει ισχυρές, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
α) συμβάλλουν, με την εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών, στην προκύπτουσα ωφέλεια, στην βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου,
β) δεν επιβάλλουν στις οικείες επιχειρήσεις περιορισμούς πέραν των απολύτως αναγκαίων για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών, και
γ) δεν παρέχουν στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της οικείας αγοράς.»
Άρθρο 2
Το άρθρο 2α του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται.
Άρθρο 3
Το άρθρο 3 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3 Οι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής και η κατ’ άρθρο 2 καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης απαγορεύονται, χωρίς προς τούτο να είναι απαραίτητη η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης.»
Άρθρο 4
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4α του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη γνωστοποίηση, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά αποκλειστικά την ταυτότητα των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη συγκέντρωση, το χρόνο που ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση, τις σχετικές αγορές και τους κύκλους εργασιών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»
2. Στο άρθρο 4α του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 5, η οποία έχει ως εξής:
«5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να τροποποιούνται τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή να περιορίζεται η εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Η εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία, τα οποία συγκεντρώνει αυτή κάθε τριετία και αφορούν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και την κατάσταση του ανταγωνισμού κατά την προηγούμενη τριετία.»
Άρθρο 5
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η προθεσμία των δέκα (10) εργάσιμων ημερών αρχίζει από την επέλευση της πρώτης από τις πράξεις, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.»
2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 4β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια, τα οποία έχουν ως εξής:
«Το κείμενο της δημοσίευσης κοινοποιείται αμέσως στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο που διατηρεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλλει παρατηρήσεις ή να παρέχει στοιχεία επί της γνωστοποιούμενης συγκέντρωσης. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη το εύλογο έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, για διατήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου.»
3. Στο άρθρο 4β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 7, η οποία έχει ως εξής:
«7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, μετά από εισήγηση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορεί να τροποποιούνται τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή να περιορίζεται η εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Η εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού βασίζεται σε στατιστικά στοιχεία τα οποία συγκεντρώνει αυτή κάθε τριετία και αφορούν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και την κατάσταση του ανταγωνισμού κατά την προηγούμενη τριετία.»
Άρθρο 6
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 4γ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων, που υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση και η οποία μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της και ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται επίσης κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 4, εφόσον περιλαμβάνει διατάξεις που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του άρθρου 1
του παρόντος νόμου, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 αυτού.
2. Για την εκτίμηση της δυνατότητας μιας συγκέντρωσης να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό υπό την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερα η διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών, ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων εντός ή εκτός Ελλάδας, η ύπαρξη νομικών ή πραγματικών εμποδίων εισόδου στην αγορά, η θέση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην αγορά και η χρηματοδοτική και οικονομική δύναμη τους, οι δυνατότητες επιλογής των προμηθευτών και των χρηστών από τις επιχειρήσεις και από άλλες ανταγωνιστικές ή δυνητικά ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η πρόσβαση τους στις πηγές εφοδιασμού ή στις αγορές διάθεσης των προϊόντων, η εξέλιξη της προσφοράς και της ζήτησης των οικείων αγαθών και υπηρεσιών, τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών και η συμβολή στην εξέλιξη της τεχνικής και οικονομικής προόδου, υπό τον όρο ότι η εξέλιξη αυτή είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό. Η αξιολόγηση της ύπαρξης ή μη συντονισμού, που αντίκειται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, χωρίς να εμπίπτει στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, μεταξύ επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε συγκέντρωση κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 4, γίνεται με βάση τα κριτήρια της αυτής παραγράφου 5.»
Άρθρο 7
1. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977 όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής εδάφια:
«Από τη γνωστοποίηση στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις της έναρξης διαδικασίας πλήρους διερεύνησης, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν από κοινού να προβαίνουν σε τροποποιήσεις στη συγκέντρωση, ώστε να μην προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους αγορές στις οποίες αφορά και να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι τροποποιήσεις και η γνωστοποίηση τους στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, μπορεί να γίνονται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ενημέρωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδεται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη γνωστοποίηση της συγκέντρωσης, απαγορεύεται η συγκέντρωση σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4γ. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιτρέπει τη συγκέντρωση. Η πάροδος της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών, χωρίς την έκδοση απορριπτικής απόφασης, θεωρείται ως έγκριση της συγκέντρωσης εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδει υποχρεωτικώς τη σχετική διαπιστωτική πράξη.»
3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 4δ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να εγκρίνει συγκέντρωση, με την απόφαση της παραγράφου 6, με όρους και προϋποθέσεις που η ίδια επιβάλλει, προκειμένου να καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την παράγραφο 1 του άρθρου 4γ ή να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στις τροποποιήσεις της συγκέντρωσης που έγιναν από αυτές, ώστε να καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την παράγραφο 1 του άρθρου 4γ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου να απειλήσει κατά των συμμετεχουσών επιχειρήσεων πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αυτών προς τους όρους ή προϋποθέσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στις αλλαγές στη συγκέντρωση που αυτές πραγματοποίησαν. Το κατά το προηγούμενο εδάφιο πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 4στ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφαση της να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο, εφόσον βεβαιώνεται η μη συμμόρφωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στους όρους ή προϋποθέσεις που επιβλήθηκαν ή στις αλλαγές στη συγκέντρωση τις οποίες οι ίδιες οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν. Σε περίπτωση που οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις εξακολουθούν να μη συμμορφώνονται, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4ε του παρόντος νόμου.»
Άρθρο 8
1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4ε του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει προσωρινά μέτρα κατάλληλα για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην περίπτωση που μια συγκέντρωση:
α) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δεν έχει ακόμα ληφθεί απόφαση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4γ,
β) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση ενός όρου ή προϋπόθεσης που έχει επιβληθεί στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις με την απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4δ,
γ) έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αν και με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 4γ κρίνεται ότι περιορίζει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της και ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4ε του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατά παράβαση της παραγράφου 1 εξαρτάται από την απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 4δ ή κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.»
Άρθρο 9
Η παράγραφος 6 του άρθρου 5 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται. Οι παράγραφοι 7, 8, 9, 10, 11 και 12 αναριθμούνται σε 6, 7, 8, 9, 10 και 11 αντίστοιχα και αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Το αργότερο μέσα σε δύο (2) έτη από την έκδοση της απόφασης κατά την παράγραφο 5, η Επιτροπή Ανταγωνισμού οφείλει να κινήσει τη διαδικασία εξέτασης του σχετικού κλάδου της οικονομίας και να αξιολογήσει κατά πόσον έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή κατά πόσον είναι αναγκαίο να τροποποιηθούν τα μέτρα τα οποία έχει λάβει και να επιβληθούν μέτρα ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση. Για το σκοπό αυτόν ακολουθείται η διαδικασία των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να υποβάλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, πριν από τη συμπλήρωση των δύο (2) ετών και πάντως τουλάχιστο ένα (1 ) έτος από την έκδοση της απόφασης κατά την παράγραφο 5, εφόσον κρίνει ότι έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού ή ότι είναι αναγκαίο να τροποποιηθούν τα μέτρα τα οποία έχει λάβει και να επιβληθούν μέτρα ελαφρύτερα ή βαρύτερα, κατά περίπτωση.
7. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, από όποιον έχει έννομο συμφέρον.
8. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφασίζει σε Ολομέλεια. Για τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 25, 26 και 27 του παρόντος νόμου.
9. Σε κάθε επιχείρηση, η οποία δεν εφαρμόζει τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, επιβάλλεται, με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9, πρόστιμο τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, που μπορεί να ανέλθει μέχρι ποσό ίσο με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4στ του παρόντος νόμου.
10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ρυθμίζονται τα θέματα, που αφορούν στη δημόσια διαβούλευση, στις ελάχιστες προϋποθέσεις δημοσιότητας και στο περιεχόμενο αυτής, στη διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
11. Αν, από τη διαδικασία της έρευνας και της διαβούλευσης κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, προκύψει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού (Ε.Κ.) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 (L1/4.1.2003) και κατά περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου αυτού που είναι σχετικές με τα προαναφερόμενα άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 4α, 4β, 4γ, 4δ, 4ε και 4στ του παρόντος νόμου.»
Άρθρο 10
Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται.
Άρθρο 11
Θέματα Επιτροπής Ανταγωνισμού
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Για την Επιτροπή Ανταγωνισμού εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α’).»
2. Οι παράγραφοι 3 έως και 20 του άρθρου 8 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίστανται και προστίθενται παράγραφοι 21 έως και 25, ως εξής:
«3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συγκροτείται από εννέα τακτικά μέλη, από τα οποία ένα είναι ο Πρόεδρος και τέσσερις Εισηγητές και απαρτίζεται από πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους, που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στο νομικό και οικονομικό τομέα. Ο Πρόεδρος, και οι Εισηγητές, είναι δημόσιοι λειτουργοί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και τελούν, κατά το χρόνο που κατέχουν τη θέση τους, σε αναστολή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Αν ο Πρόεδρος ή οι Εισηγητές είναι μέλη ΔΕΠ ΑΕΙ τότε, σε σχέση με την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων τους ως μελών ΔΕΠ ΑΕΙ, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 5 του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α). Επιπλέον των τακτικών μελών ορίζονται και πέντε αναπληρωματικά μέλη τα οποία πρέπει να έχουν τα ίδια προσόντα με τα τακτικά μέλη και τα οποία αναπληρώνουν, οποιοδήποτε τακτικό μέλος, εκτός του Προέδρου και των Εισηγητών, σε περίπτωση που αυτό είναι απόν, κωλυόμενο ή ελλείπον. Τον Πρόεδρο κωλυόμενο, απόντα ή ελλείποντα αναπληρώνει ο κατά διορισμόν αρχαιότερος των Εισηγητών. Εισηγητή κωλυόμενο ή ελλείποντα αναπληρώνει άλλος εκ των Εισηγητών.
4. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού επιλέγεται και διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Οι τέσσερις Εισηγητές επιλέγονται και διορίζονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Τα λοιπά μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικών και αναπληρωματικών, είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο για μία επιπλέον θητεία.
5. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, τα τακτικά μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη, δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα επιχειρηματική ή μη, που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα του μέλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Δεν συνιστά ασυμβίβαστο για μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά, η άσκηση καθηκόντων μέλους ΔΕΠ ΑΕΙ με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Τα τακτικά μέλη τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν τον Πρόεδρο για τυχόν ανάληψη οποιουδήποτε άλλου λειτουργήματος ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Για την ύπαρξη ή μη ασυμβιβάστου αποφασίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε Ολομέλεια. Τα μέλη ή οι αναπληρωτές, για τα οποία προκύπτει ζήτημα ασυμβιβάστου απέχουν από τις συνεδριάσεις κατά τις οποίες λαμβάνεται η σχετική απόφαση. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, κοινοποιείται αμελλητί στον Υπουργό Ανάπτυξης και δημοσιεύεται, όπως ορίζεται στον παρόντα νόμο. Ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση του, η οποία εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να αναπέμψει σε αυτήν την υπόθεση, για λόγους νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι οριστική και υποχρεωτικώς εκτελεστή.
6. Σε περίπτωση που λήξει πρόωρα η θητεία του Προέδρου ή μέλους, τακτικού ή αναπληρωματικού, της Επιτροπής Ανταγωνισμού για οποιονδήποτε λόγο, στην κενή θέση διορίζεται νέος Πρόεδρος, ή νέο μέλος αντίστοιχα, για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρούντος. Δεν μπορούν να ορισθούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα πρόσωπα που έχουν εκπέσει από την ιδιότητα του μέλους αυτής για τους λόγους που ορίζονται στο νόμο αυτόν. Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 εφαρμόζεται και για τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
7. Ο Πρόεδρος εισάγει ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού όλες τις υποθέσεις. Με την εισαγωγή της κάθε υπόθεσης που αφορά περιπτώσεις των άρθρων 1, 2 και 5, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, ερευνά αν μία υπόθεση πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα. Για τη λήψη απόφασης λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του παρόντος και η εκτιμώμενη επίδραση της εξεταζόμενης καταγγελίας, αίτησης, γνωστοποίησης ή έρευνας στη λειτουργία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
8. Κάθε υπόθεση που αφορά περιπτώσεις των άρθρων 1, 2, 4 επ. και 5, ανατίθεται με τη σειρά προτεραιότητας που ορίζεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου άμεσα μετά από κλήρωση από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε έναν από τους Εισηγητές. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 4δ ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού ασκεί χρέη εισηγητή. Σε περίπτωση που η υπόθεση εισάγεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο σε τμήμα, με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας ορίζονται, μετά από κλήρωση, τα τακτικά μέλη της Επιτροπής πλην των Εισηγητών, που θα απαρτίσουν τη σύνθεση του τμήματος που θα αναλάβει την υπόθεση. Με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου, η Ολομέλεια της Επιτροπής μπορεί να αναθέτει την προεδρία ενός τμήματος σε άλλο μέλος από τα τακτικά μέλη, εκτός του Εισηγητή. Ο Εισηγητής, στον οποίο ανατίθεται υπόθεση, συνεπικουρείται από υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που ορίζονται από τον Γενικό Διευθυντή μετά από πρόταση του αρμόδιου κατά περίπτωση Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού κατά το άρθρο 8δ του παρόντος νόμου. Ο αριθμός των υπαλλήλων της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, που ορίζεται κατά περίπτωση, εξαρτάται από τη σοβαρότητα της υπόθεσης, αλλά δεν υπερβαίνει τους πέντε. Η εισήγηση πρέπει να κατατεθεί στην Ολομέλεια ή στο αντίστοιχο τμήμα, κατά περίπτωση, εντός ενενήντα (90) ημερών από την ανάθεση της, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε άλλη διάταξη του παρόντος νόμου. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μετά από αίτημα του Εισηγητή, για χρόνο ο οποίος δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 4δ του παρόντος νόμου, η εισήγηση πρέπει να κατατίθεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από τη γνωστοποίηση της υπό εξέταση συγκέντρωσης και η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από αίτημα του Εισηγητή για χρόνο ο οποίος δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες. Κάθε απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού λαμβάνεται εντός έξι (6) μηνών από την ανάθεση της σχετικής υπόθεσης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε άλλη διάταξη του νόμου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και όταν η υπόθεση χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή, το ανώτερο, μέχρι δύο (2) μήνες.
9. Οι υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 4 επ. αν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εισάγονται υποχρεωτικά σε τριμελή τμήματα, εκτός από τις υποθέσεις μείζονος σημασίας που εισάγονται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην Ολομέλεια. Στις λοιπές περιπτώσεις, οι υποθέσεις εισάγονται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
10. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νόμιμα σε Ολομέλεια, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος, ο Εισηγητής και τρία τουλάχιστον μέλη, τακτικά ή αναπληρωματικά, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του Προεδρεύοντος κατά περίπτωση. Τα Τμήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού συνεδριάζουν νόμιμα, εφ’ όσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο προεδρεύων, ο Εισηγητής και ένα επιπλέον τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος. Τόσο στην Ολομέλεια όσο και σε κάθε τμήμα, συμμετέχουν, χωρίς ψήφο, οι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που συνεπικουρούν τον Εισηγητή και ο Γραμματέας της Ολομέλειας ή του Τμήματος που ορίζεται κατά περίπτωση από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τον αναπληρωτή του και προέρχεται από τους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που απαρτίζουν το Γραφείο Προέδρου.
11. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή, ούτε με αναπλήρωση, η νόμιμη συγκρότηση τμήματος στο οποίο έχει εισαχθεί υπόθεση ή για σπουδαίο λόγο καθίσταται αδύνατη η λειτουργία του, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναλαμβάνει την υπόθεση ή την αναθέτει σε άλλο τμήμα που ορίζει με απόφαση της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή, και με εξαίρεση την παράγραφο 6 του άρθρου 4δ, οι προβλεπόμενες στο νόμο προθεσμίες υπολογίζονται εκ νέου. Μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού τα οποία απουσιάζουν χωρίς σπουδαίο λόγο για τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις είτε πρόκειται για συνεδριάσεις τμήματος στο οποίο μετέχουν ή της Ολομέλειας, εκπίπτουν αυτοδίκαια από την ιδιότητα τους. Η έκπτωση διαπιστώνεται με σχετική απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
12. Κατά την ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού συζήτηση επί των αιτήσεων και των καταγγελιών που υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, μπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως ή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου αυτοί που υπέβαλαν αίτηση ή καταγγελία, οι οποίοι καλούνται προς τούτο τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση, όπως και οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία. Η προθεσμία κλήτευσης στις περιπτώσεις των άρθρων 4δ και 4ε δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών. Τα κλητευόμενα μέρη δύνανται να παραιτούνται των προθεσμιών ή να ζητούν τη σύντμηση τους. Σε περίπτωση περισσοτέρων κλητευομένων μερών απαιτείται παραίτηση από τη νόμιμη προθεσμία ή αίτηση σύντμησης από όλα τα μέρη. Σε περίπτωση παράλειψης, μη προσήκουσας ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, αυτός που δεν παρέστη στη συζήτηση δικαιούται να υποβάλει αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης.
13. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Ολομέλειας ή τμήματος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ιδίως για την εξέταση μαρτύρων, τηρούνται πρακτικά με ηλεκτρονικά μέσα. Τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά παραδίδονται, με επιμέλεια της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στα μέρη εντός δέκα (10) ημερών μετά το πέρας της ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασίας. Η προθεσμία για την υποβολή τελικού υπομνήματος από τους συμμετέχοντες στην ακροαματική διαδικασία εκκινεί μετά την παράδοση των πρακτικών σε αυτούς.
14. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού κοινοποιούνται με επιμέλεια της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
15. Οι αποδοχές του Προέδρου και των Εισηγητών, το ύψος της αποζημίωσης κατά συνεδρίαση που χορηγείται στον Πρόεδρο, στους Εισηγητές και στα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στους υπαλλήλους της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που κατά περίπτωση ορίζονται να συνδράμουν τον Εισηγητή των υποθέσεων, στον γραμματέα της Επιτροπής Ανταγωνισμού και στους αναπληρωτές τους, καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.
16. Τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και οι αναπληρωτές τους έχουν υποχρέωση να τηρούν την εμπιστευτικότητα των εμπορικών πληροφοριών.
17. Ο Πρόεδρος και όλα τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη υποβάλλουν κατ’ έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 1738/1987 (ΦΕΚ 200 Α) δήλωση περιουσιακής κατάστασης.
18. Οι δημόσιοι λειτουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι και υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον διορίζονται μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μπορούν να απαλλάσσονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού από τα άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το χρόνο που συμμετέχουν στην Επιτροπή, λαμβάνοντας το σύνολο των αποδοχών και των επιδομάτων της οργανικής τους θέσης, σε βάρος του προϋπολογισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ο χρόνος αυτός, για όλα τα παραπάνω μέλη, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια, σε καμία δε περίπτωση η συμμετοχή τους δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή θέση.
19. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μετά από γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καταρτίζεται Κώδικας Δεοντολογίας που ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.
20. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει νομική προσωπικότητα και παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες. Το άρθρο 18 του ν. 3728/2008 (ΦΕΚ 258 Α΄) εφαρμόζεται αναλόγως για τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά, και το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, όταν δρουν εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
21. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, να συγκροτεί με απόφαση της επιτροπές και ομάδες εργασίας για την εξέταση και έρευνα σε θέματα ανταγωνισμού και λειτουργίας της Επιτροπής και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Στις επιτροπές και ομάδες εργασίας μπορεί να μετέχουν και πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνεται με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι αμοιβές των προσώπων που συμμετέχουν στις πιο πάνω επιτροπές και ομάδες εργασίας.
22. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, μετά από πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζεται το ύψος των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης του προέδρου και των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς και του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, για εκτέλεση υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
23. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται η εσωτερική λειτουργία, το σύστημα εσωτερικού ελέγχου, ο τρόπος διαχείρισης των πόρων της Επιτροπής, τα κωλύματα και η εξαίρεση του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέα της, η διαδικασία αναπλήρωσης των τακτικών μελών από τα αναπληρωματικά μέλη, η προδικασία και διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η κατάρτιση, δημοσίευση και κοινοποίηση των αποφάσεων της, η παροχή αντιγράφων ή αποσπασμάτων των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεων της και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
24. Η δικαστική υπεράσπιση και νομική υποστήριξη των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του προσωπικού που υπηρετεί και απασχολείται στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού με οποιαδήποτε έννομη σχέση, όταν ενάγονται ή κατηγορούνται για πράξεις ή παραλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ανατίθεται εφόσον οι ανωτέρω το επιθυμούν, σε εξωτερικό δικηγόρο που ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλύπτει τη σχετική δαπάνη, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται στη συγκεκριμένη απόφαση. Το ενδιαφερόμενο μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τα μέλη του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού μπορούν διαζευκτικά να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες άλλου δικηγόρου της επιλογής τους. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ορίζεται το ανώτατο ύψος της σχετικής δαπάνης που καλύπτει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το μέλος ή ο υπάλληλος, ο οποίος θα καταδικασθεί αμετακλήτως, είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού το σύνολο της δαπάνης που η Επιτροπή έχει καταβάλει για τη δικαστική υπεράσπιση του. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, των οποίων έληξε η θητεία, καθώς και για το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, το οποίο αποχώρησε από την Υπηρεσία.
25. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τακτικά και αναπληρωματικά, δεν επιτρέπεται, για τρία (3) έτη μετά τη λήξη της θητείας τους με οποιονδήποτε τρόπο, να παρέχουν υπηρεσία με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε εταιρεία ή επιχείρηση επί υποθέσεων των οποίων η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εξέδωσε κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οποιαδήποτε απόφαση ή πράξη, καθώς και να αναλαμβάνουν γενικώς την υπεράσπιση υποθέσεων ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, πρόστιμο, ίσο με το δεκαπλάσιο των συνολικών αποδοχών που έλαβε το μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του.»
Άρθρο 12
Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 8α του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργούνται.
Άρθρο 13
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Διαπιστώνει αν υφίσταται παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1.»
2. Η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, καταργείται.
3. Η περίπτωση η’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«η) Επιτρέπει με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, την εξαίρεση συμπράξεων κατά κατηγορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου.»
4. Η περίπτωση θ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«θ) Προσδιορίζει με απόφαση της Ολομέλειας, κατηγορίες ή είδη συμπράξεων που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου.»
5. Η περίπτωση ια’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«ια) Διορίζει τον Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού.»
6. Η περίπτωση ιζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«ιζ) Με αιτιολογημένη απόφαση της σύμφωνα με το άρθρο 5, λαμβάνει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αφορά τη διάρθρωση της αγοράς και αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5.»
Άρθρο 14
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 8γ του ν. 703/1977 καταργείται.
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8γ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να εξουσιοδοτεί τον Γενικό Διευθυντή ή Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού να ασκούν μέρος των διοικητικών αρμοδιοτήτων του.»
3. Προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 8γ του ν. 703/1977, ως εξής:
«4. Ο Πρόεδρος ορίζει με απόφαση του το προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού που στελεχώνει το Γραφείο Προέδρου και το Γραφείο Εισηγητών και ορίζει τους προϊσταμένους των Γραφείων αυτών.»
4. Προστίθεται παράγραφος 5 στο άρθρο 8γ του ν. 703/1977, ως εξής:
«5. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστάται αυτοτελές Γραφείο Νομικής Υποστήριξης, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Του Γραφείου αυτού προΐσταται Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Γραφείο Νομικής Υποστήριξης έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) τη δικαστική και εξωδικαστική εκπροσώπηση και υπεράσπιση των συμφερόντων της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
β) την καθοδήγηση των ενεργειών της Επιτροπής Ανταγωνισμού με νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθορίζονται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των ειδικών νομικών συμβούλων του αυτοτελούς γραφείου νομικής υποστήριξης, των οποίων η θητεία δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη και δεν είναι ανανεώσιμη.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση του Προέδρου, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, δικαιούται να προσφύγει στις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, εφόσον κριθεί αναγκαίο από την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού ορίζονται οι αμοιβές που θα καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου. Η απαγόρευση και η κύρωση που προβλέπονται στην παράγραφο 25 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου ισχύει και για τους ειδικούς νομικούς συμβούλους του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης του παρόντος άρθρου.»
Άρθρο 15
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού λειτουργεί Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της οποίας προΐσταται Γενικός Διευθυντής. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού αποτελείται από τέσσερις (4) Διευθύνσεις, ήτοι, μία (1) Διεύθυνση Νομικής Τεκμηρίωσης δύο (2) Διευθύνσεις Οικονομικής Τεκμηρίωσης, και μία (1) Διεύθυνση Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, καθώς και ένα αυτοτελές Τμήμα MME, όπως το Τμήμα αυτό προβλέπεται στο άρθρο 18 του ν. 3592/2007 (ΦΕΚ 161 Α). Οι Διευθύνσεις και το Τμήμα του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να μεταβάλλονται από τον Οργανισμό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού. Ο Γενικός Διευθυντής ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης και εποπτείας εν γένει της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, για την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της. Διορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με τετραετή θητεία, η οποία μπορεί να επαναληφθεί για ίσο χρονικό διάστημα μία ή περισσότερες, αλλά όχι συνεχόμενες, φορές. Η θέση του Γενικού Διευθυντή μπορεί να πληρούται και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού.
Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει τις κάθε είδους αποδοχές, προσαυξήσεις και λοιπές παροχές που προβλέπονται για τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων.
Μετά τη λήξη της θητείας του και εφόσον ο Γενικός Διευθυντής ανήκει στο προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και έχει διατελέσει Διευθυντής για μια τριετία, συνεχίζει να ασκεί καθήκοντα Διευθυντή, τα οποία καθορίζονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.»
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο συνολικός αριθμός των θέσεων του προσωπικού ορίζεται στις διακόσιες (200). Η αύξηση του αριθμού των θέσεων γίνεται με προεδρικό διάταγμα, κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τις διακόσιες πενήντα (250).»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8δ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η μετάταξη και η απόσπαση διενεργούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Ανάπτυξης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, κατά τις κείμενες διατάξεις. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α), όπως ισχύουν. Η πλήρωση των θέσεων αυτών μπορεί να γίνει και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»
Άρθρο 16
1. Τα άρθρα 8ε και 8στ του ν. 703/1977 αναριθμούνται σε 8στ και 8ζ αντίστοιχα και παρεμβάλλεται άρθρο 8ε το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 8ε
Σύσταση Αυτοτελούς Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου
1. Συνιστάται Αυτοτελές Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου που είναι αρμόδιο:
α) για την παρακολούθηση της λειτουργίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού και των Υπηρεσιών του Προέδρου και των Εισηγητών αυτής,
β) για την εκπόνηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να εξασφαλίζεται η νόμιμη λειτουργία τους, καθώς και η διασφάλιση και ορθή διαχείριση των πόρων της.
2. Το Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου υπάγεται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
3. Οι υπηρετούντες στο Γραφείο μπορούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν γνώση και να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και των Υπηρεσιών Προέδρου και Εισηγητών, οι οποίοι οφείλουν να τους παρέχουν όλα τα μέσα για τη διευκόλυνση του έργου τους και έχουν υποχρέωση να τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 27 περί εχεμύθειας και απορρήτου.
4. Οι υπηρετούντες στο Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου αναφέρονται απευθείας στην Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δεν υπάγονται ιεραρχικά σε καμία άλλη υπηρεσιακή μονάδα της. Ορίζονται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά από γνώμη του Γενικού Διευθυντή. Η θέση του προϊσταμένου του Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου και του αναπληρωτή του μπορεί να πληρούται και με μετάταξη ή απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού. Ο προϊστάμενος του εν λόγω Γραφείου, που ορίζεται από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού, υποβάλλει στην Ολομέλεια κάθε χρόνο έκθεση σχετικά με τους ελέγχους που διενήργησε το Γραφείο. Η θητεία των μελών και του Προϊσταμένου του Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου είναι τριετής και δύναται να επαναληφθεί αλλά δεν επιτρέπεται να υπάρχουν δύο συνεχείς θητείες.
5. Οι εκθέσεις του Προϊσταμένου του Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου περιλαμβάνονται στην έκθεση που υποβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 13γ στον Πρόεδρο της Βουλής.
6. Οι ειδικότερες λεπτομέρειες οργάνωσης και διάρθρωσης του Αυτοτελούς Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου ορίζονται στον Οργανισμό της Γενικής Διεύθυνσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά το άρθρο 8δ του παρόντος νόμου.»
2. Οι παράγραφοι 1 και 2 του αναριθμηθέντος άρθρου 8στ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
« 1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει τη γνώμη της για θέματα της αρμοδιότητας της είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα που υποβάλλει ο Υπουργός Ανάπτυξης ή άλλος, αρμόδιος Υπουργός ή ενώσεις επιμελητηρίων ή ενώσεις εμπορικών και βιομηχανικών συλλόγων.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρέχει τη γνώμη της επί προτάσεων τροποποίησης του παρόντος νόμου, ύστερα από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή εισηγείται σε αυτόν κατά περίπτωση τροποποιήσεις.»
Άρθρο 17
1. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 703/1977 καταργείται και οι περιπτώσεις (γ), (δ), (ε) και (στ) της ίδιας παραγράφου αναριθμούνται αντίστοιχα σε (β), (γ), (δ) και (ε).
2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού πιθανολογεί, κατά τη διάρκεια σχετικής έρευνας που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης ή καταγγελίας, παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1, του άρθρου 2 και της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί με απόφαση της να αποδέχεται, εκ μέρους των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, την ανάληψη δεσμεύσεων προς παύση της πιθανολογούμενης παράβασης, και να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον πιθανολογείται ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω δράση αυτής. Η Επιτροπή μπορεί, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει κάθε ενδιαφερόμενος ή αυτεπαγγέλτως, να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία όταν:
υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση ή
οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει ή
η απόφαση βασίσθηκε σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καθορίζει, με απόφαση της, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αποδοχής δεσμεύσεων εκ μέρους των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.»
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9
τροποποιείται ως εξής:
«2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της τρέχουσας χρήσης ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης αντιστοίχως.»
4. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 9 προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, το επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων των μελών αυτής, της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης.»
5. Στο άρθρο 9 προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 και αναριθμούνται αντίστοιχα οι υφιστάμενες παράγραφοι 4, 5, 6 και 7 σε 6, 7, 8 και 9. Οι παράγραφοι 4 και 5 έχουν ως εξής:
«4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται με απόφαση της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους με προγενέστερη απόφαση της. Το κατά το προηγούμενο εδάφιο επιβαλλόμενο πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης.
5. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καθορίζει με απόφαση της, τους όρους και τις προϋποθέσεις απαλλαγής ή μείωσης των προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος επιχειρήσεων οι οποίες συμβάλλουν στη διερεύνηση οριζόντιων συμπράξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου ή και της παραγράφου 1 του άρθρου 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η υπαγωγή της οικείας επιχείρησης στο πρόγραμμα επιείκειας αίρει το αξιόποινο για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 29 και τα απαλλάσσει από την εις ολόκληρον ευθύνη κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του παρόντος για την εν λόγω οριζόντια σύμπραξη.»
Άρθρο 18
Τα άρθρα 10 και 11 του ν. 703/1977, όπως ισχύουν, καταργούνται.
Άρθρο 19
Στην αρχή του άρθρου 11α του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια τα οποία έχουν ως εξής:
«Καταγγελίες περί ζητημάτων που δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίθενται στο Αρχείο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού με πράξη του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ύστερα από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης. Η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα, ο οποίος έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.»
Άρθρο 20
Η παράγραφος 2 του άρθρου 18 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα δικαστήρια κάθε δικαιοδοσίας μπορούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως το κύρος των συμφωνιών και αποφάσεων, καθώς και την ύπαρξη απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού ή κατά το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού ή κατά το άρθρο 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Από την κρίση αυτή δεν δεσμεύονται η Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνουν με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού.»
Άρθρο 21
Η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 συμφωνίες, αποφάσεις και περιπτώσεις εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να γνωστοποιούνται από τις συμπράττουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη σύναψη, λήψη ή τέλεση τους. Τα στοιχεία που οφείλουν να γνωστοποιούν οι επιχειρήσεις είναι τα εξής: α) την ταυτότητα των επιχειρήσεων, β) το αντικείμενο της σύμπραξης, γ) την αγορά που αφορά η σύμπραξη, δ) το χρόνο σύναψης και ε) τη διάρκεια της.»
Άρθρο 22
Το άρθρο 22 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 22
Περιεχόμενο γνωστοποίησης
Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού μπορεί να καθορίζονται ο τύπος και ο τρόπος υποβολής και καταχώρισης: α) των κατά τα άρθρα 21 γνωστοποιήσεων και β) των κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 24
καταγγελιών παραβάσεως των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1.»
Άρθρο 23
Το άρθρο 23 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 23
Συνέπειες γνωστοποίησης
Η γνωστοποίηση σύμβασης, σύμπραξης ή πρακτικής που γίνεται κατά το άρθρο 21 δεν έχει ως αποτέλεσμα την υποχρεωτική εξέταση της από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να διεξάγει έρευνα για συγκεκριμένη γνωστοποίηση οποτεδήποτε είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας και να ζητεί, για το σκοπό της έρευνας, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων και την παροχή διευκρινίσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη.»
Άρθρο 24
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για τη διαπίστωση των παραβάσεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 και των άρθρων 2 και 4 έως 4στ και για την εφαρμογή του άρθρου 5, καθώς και για τη διαπίστωση παραβάσεων των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού ασκούν εξουσίες φορολογικού ελεγκτή και έχουν την αρμοδιότητα ιδίως:
α) να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένης της ηλεκτρονικής εμπορικής αλληλογραφίας των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσης τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται, και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους,
β) να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες,
γ) να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται εντός ή εκτός των κτιριακών εγκαταστάσεων των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων αυτών,
δ) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων,
ε) να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού,
στ) να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου,
ζ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.
Η διαδικασία συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, καθορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, σύμφωνα με τα ανωτέρω υπό στοιχεία α’ έως ζ’, οι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος για το άσυλο της κατοικίας.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 26 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με την επιφύλαξη των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου, επιβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού πρόστιμο τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με ανώτατο όριο τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ στις επιχειρήσεις, στις ενώσεις επιχειρήσεων ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καθώς και στις επιχειρήσεις, στις ενώσεις επιχειρήσεων ή σε αυτούς που αρνούνται να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους.»
Άρθρο 25
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα απόρρητα στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου. Οι υπάλληλοι της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια, με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του ΚΠΔ, για τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Οι προϋποθέσεις, η έκταση, οι εξαιρέσεις, ο χρόνος και η διαδικασία πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, κατά των οποίων κινήθηκε η ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαδικασία, και των φυσικών ή νομικών προσώπων, που υπέβαλαν καταγγελία, η διαδικασία χρήσης και δημοσιοποίησης των προαναφερόμενων απόρρητων στοιχείων από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται, κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις περί του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, από τον Κανονισμό Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τα απόρρητα στοιχεία της παρούσας παραγράφου μπορούν να αποτελέσουν μέρος του φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αποβάλλουν έκτοτε τον απόρρητο χαρακτήρα τους.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 27 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με τις ποινές της παραγράφου 5 τιμωρείται και κάθε πρόσωπο, στο οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναθέτει την εκπόνηση μελέτης για λογαριασμό της, ή συμμετέχει σε ομάδα έργου την οποία έχει συστήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εφόσον παραβιάζει τη σχετική σύμβαση στην οποία έχει περιληφθεί ρήτρα για υποχρέωση εχεμύθειας κατά τις παραγράφους 2 και 3, καθώς και οι δικηγόροι οι οποίοι συμμετέχουν στο Νομικό Γραφείο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για τους προστηθέντες του αναδόχου εκπόνησης μελέτης, εφόσον έλαβαν γνώση της παραπάνω ρήτρας εχεμύθειας.»
Άρθρο 26
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου συνάπτει συμφωνίες, λαμβάνει αποφάσεις ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική, από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, όπως και από το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και όποιος ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 4 έως 4στ του νόμου αυτού, καθώς και όποιος με τις ιδιότητες αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 2 του νόμου αυτού, καθώς και του άρθρου 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καταχράται τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά της επιχείρησης του ή της επιχείρησης που εκπροσωπεί ή παραβαίνει την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, τιμωρείται με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται. Επιπλέον των ανωτέρω, όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου συνάπτει συμφωνίες, λαμβάνει αποφάσεις ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική, από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού ή από το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο ανταγωνισμού και οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στο επίπεδο αυτό, τιμωρείται και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστο έξι (6) μηνών.
2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ τιμωρούνται:
α) Όποιος παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου εκ μέρους των κατά το άρθρο 26 αρμόδιων οργάνων, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων.
β) Όποιος αρνείται ή δυσχεραίνει την παροχή των κατά το άρθρο 25 πληροφοριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή τα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα.
γ) Όποιος παρέχει, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ή στα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει στοιχεία.
δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτόν από εντεταλμένο, κατά τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 26, υπάλληλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή άλλο αρμόδιο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανωμοτί κατάθεση ενώπιον του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.
Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.»
Άρθρο 27
Το άρθρο 34 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 34
Εφαρμογή διατάξεων περί κλητεύσεων και επιδόσεων
Για όλες τις προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο κλητεύσεις ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, όπως και για όλες τις επιδόσεις αποφάσεων και εισηγήσεων αυτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις περί επιδόσεων των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η επίδοση των υπολοίπων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών συλλογής στοιχείων του άρθρου 25, μπορεί να γίνεται με συστημένη επιστολή.»
Άρθρο 28
1. Στην αρχή της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, προστίθεται η λέξη «όταν».
2. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 4στ του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «σύμφωνα με τις παραγράφους: 1 στοιχείο β’,» αντικαθίσταται με τη φράση «σύμφωνα με τις παραγράφους: 1 στοιχείο α’ και στοιχείο β ».
3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «ως προς την ύπαρξη συνθηκών» αντικαθίσταται με τη φράση «ως προς τη μη ύπαρξη συνθηκών».
4. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «η τήρηση της αρχής διαφάνειας» αντικαθίσταται με τη φράση «η τήρηση της αρχής της διαφάνειας».
5. α) Στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4δ παρ. 4» αντικαθίσταται με τη φράση «κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 4δ παρ. 6 και 4ε παρ. 4».
β) Στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «…στο άρθρο 4δ παρ. 13» αντικαθίσταται με τη φράση «…άρθρο 4ε παρ. 13».
γ) Η περίπτωση ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «ε) Απειλεί ή και επιβάλλει τα πρόστιμα, τις χρηματικές ποινές και τις άλλες κυρώσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 4α παρ. 4, 4β παρ. 4, 4ε παρ. 1 και 4, 5 παρ. 9, 9 παρ. 1, 2 και 5, 12, 21 παρ. 2, 24 παρ. 2, 25 παρ. 2, 26 παρ. 6 του παρόντος νόμου.»
δ) Στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «άρθρο 9 παρ. 4» αντικαθίσταται με τη φράση «άρθρο 9 παρ. 5».
ε) Στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 8β του ν. 703/1977, όπως ισχύει, η φράση «κατά τα άρθρα 3 και 4γ» αντικαθίσταται με τη φράση «κατά τα άρθρα 4γ παρ. 3 και 4δ παρ. 9».
στ) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 13γ του ν. 703/1977, οι λέξεις «τον Ιούνιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι την 31η Μαρτίου».
6. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 16 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, διαγράφεται η φράση «…τω Διοικητικώ Πρωτοδικείω Αθηνών και παρά…».
7. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, διαγράφεται.
8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει παραβάσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1, του άρθρου 2 και της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, καθώς και των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»
Άρθρο 29
Τροποποίηση του ν. 146/1914 περί Αθεμίτου Ανταγωνισμού
1. Στο ν. 146/1914 (ΦΕΚ 270 Α’), μετά το άρθρο 18, προστίθεται άρθρο 18α, το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 18α
1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
2. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει άρση και παράλειψη της παράβασης και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υποστεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
3. Όποιος ατομικώς ή ως εκπρόσωπος νομικού προσώπου ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής τα παραπάνω όρια χρηματικής ποινής διπλασιάζονται.»
2. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 19 του ν.146/1914 περί Αθεμίτου Ανταγωνισμού αντικαθίσταται η λέξη «εξ» με τη λέξη «δεκαοκτώ» και η λέξη «τριετία» με τη λέξη «πενταετία».
Άρθρο 30
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 3335/2005 (ΦΕΚ 95 Α) τροποποιείται ως εξής:
«3.α. Στο Βιβλίο Κυρώσεων καταχωρούνται, αναλυτικά, με όλα τα στοιχεία τους, οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α’).
β. Στη ΔΕΔΑΚ δημιουργείται Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης των Κυρώσεων και των ελέγχων της αγοράς πετρελαιοειδών προϊόντων. Στο Πληροφοριακό αυτό Σύστημα καταχωρούνται όλες οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται και οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται στους κατόχους αδειών του άρθρου 4 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α), από κάθε αρμόδια προς τούτο Αρχή, συμπεριλαμβανομένων των Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών για τη βεβαίωση του οικείου κάθε φορά προστίμου. Η καταχώριση των κυρώσεων και των ελέγχων γίνεται ηλεκτρονικά στη βάση δεδομένων, που δημιουργείται για το σκοπό αυτόν και στην οποία έχουν πρόσβαση όλες οι αρμόδιες για την επιβολή των ανωτέρω κυρώσεων Αρχές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α), όπως ισχύει, για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η ΔΕΔΑΚ συντάσσει, το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους, έκθεση αξιολόγησης των στοιχείων του Πληροφοριακού Συστήματος για το προηγούμενο κάθε φορά έτος.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται τα στοιχεία των κυρώσεων και των ελέγχων που καταχωρούνται στο Πληροφοριακό Σύστημα, ο χρόνος και η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής και επικαιροποίησης των ανωτέρω στοιχείων από τις αρμόδιες προς τούτο Αρχές και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την πρόσβαση της ΥΠ.Ε.Ε. στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων, τη διαλειτουργική σύνδεση της με το σύστημα Elenxis και τον τρόπο ηλεκτρονικής υποβολής των στοιχείων των ελέγχων.»
2. Οι αρμόδιες Αρχές για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στους κατόχους Αδειών του άρθρου 4 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α), όπως ισχύει, υποχρεούνται εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 3β’ του άρθρου 2 του ν. 3335/2005 (ΦΕΚ 95Α’) να γνωστοποιήσουν στη Διεύθυνση Ελέγχου Διακίνησης και Αποθήκευσης Καυσίμων του Υπουργείου Ανάπτυξης πλήρη κατάλογο των διοικητικών κυρώσεων που έχουν επιβάλει στους ανωτέρω κατόχους Αδειών.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 του ν. 3335/2005 (ΦΕΚ 95 Α) τροποποιείται ως εξής:
«4. Τα ΚΕΔΑΚ ασκούν επιτόπιο έλεγχο σε όλους τους κατόχους αδειών του άρθρου 4 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α’), όπως ισχύει, σε εγκαταστάσεις και άλλα μέσα διύλισης, αποθήκευσης, μεταφοράς, τελικής πώλησης και γενικότερα διακίνησης πετρελαιοειδών προϊόντων, καθώς και οποιασδήποτε μορφής βιομηχανικές ή άλλες εγκαταστάσεις, όπου πιθανολογείται ότι αποθηκεύονται ή διακινούνται πετρελαιοειδή προϊόντα. Ο έλεγχος αυτός αφορά ιδίως:
α. τις άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας και τα σχετικά πιστοποιητικά και έγγραφα,
β. την τήρηση των όρων που επιβάλλονται στους κατόχους αδειών του ν. 3054/2002,
γ. τον τύπο και την ποιότητα των διακινούμενων προϊόντων,
δ. κάθε στοιχείο και έγγραφο σχετικό με τη διακίνηση και μεταφορά προϊόντων και τα μέσα μεταφοράς,
ε. τα εμπορικά σήματα που φέρουν τα πρατήρια, στ. τις τιμές αγοράς και πώλησης ανά είδος προϊόντος, καθώς και τις χορηγούμενες εκπτώσεις,
ζ. τις συμφωνίες που συνάπτουν οι επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας με τους προμηθευτές τους, σχετικά με τις προς αυτές χορηγούμενες εκπτώσεις.»
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του π.δ. 54/2006 (ΦΕΚ 158 Α) τροποποιείται ως εξής:
« 1. Αποστολή της συσταθείσας με το άρθρο 1 του ν. 3335/2005 (ΦΕΚ 95Α) Διεύθυνσης Ελέγχου Διακίνησης και Αποθήκευσης Καυσίμων (Πετρελαιοειδών Προϊόντων) (ΔΕΔΑΚ) είναι η δημιουργία της υποδομής και ο συντονισμός της λειτουργίας των Κλιμακίων Ελέγχου Διακίνησης και Αποθήκευσης Καυσίμων (ΚΕΔΑΚ), τα οποία ασκούν επιτόπιο έλεγχο σε όλους τους κατόχους αδειών του άρθρου 4 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230Α), όπως ισχύει, σε εγκαταστάσεις και άλλα μέσα διύλισης, αποθήκευσης, μεταφοράς, τελικής πώλησης και γενικότερα διακίνησης πετρελαιοειδών προϊόντων, καθώς και οποιασδήποτε μορφής βιομηχανικές ή άλλες εγκαταστάσεις, όπου πιθανολογείται ότι αποθηκεύονται ή διακινούνται πετρελαιοειδή προϊόντα. Ο έλεγχος αυτός αφορά ιδίως:
α. τις άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας και τα σχετικά πιστοποιητικά και έγγραφα,
β. την τήρηση των όρων που επιβάλλονται στους κατόχους αδειών του ν. 3054/2002,
γ. τον τύπο και την ποιότητα των διακινούμενων προϊόντων,
δ. κάθε στοιχείο και έγγραφο σχετικό με τη διακίνηση και μεταφορά προϊόντων και τα μέσα μεταφοράς,
ε. τα εμπορικά σήματα που φέρουν τα πρατήρια, στ. τις τιμές αγοράς και πώλησης ανά είδος προϊόντος, καθώς και τις χορηγούμενες εκπτώσεις,
ζ. τις συμφωνίες που συνάπτουν οι επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας με τους προμηθευτές τους, σχετικά με τις προς αυτές χορηγούμενες εκπτώσεις.
Η ΔΕΔΑΚ μεριμνά για τη διεξαγωγή του ελέγχου με ομαλές συνθήκες και εγγυήσεις νομιμότητας, καθώς και για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και των καταναλωτών.»
Άρθρο 31
1. Στο άρθρο 4 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9.α. Κάθε Αδειοδοτούσα Αρχή τηρεί Μητρώο Αδειών, στο οποίο καταχωρούνται οι άδειες που χορηγεί. Στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης τηρείται Εθνικό Μητρώο Αδειών πετρελαιοειδών προϊόντων στο οποίο καταχωρούνται όλες οι άδειες, καθώς και οι μεταβολές αυτών, περιλαμβανομένων των αδειών του άρθρου 7 παράγραφος 3 και του άρθρου 9 του παρόντος. Οι κατά περίπτωση Αδειοδοτούσες Αρχές υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην ανωτέρω υπηρεσία, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση τους, τις άδειες που χορηγούν, καθώς και τυχόν μεταβολές τους. Το Υπουργείο Ανάπτυξης τηρεί και ηλεκτρονικό Μητρώο Αδειών, το οποίο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται ο τρόπος τήρησης του Εθνικού Μητρώου Αδειών πετρελαιοειδών προϊόντων, τα στοιχεία των αδειών που καταχωρούνται σε αυτό, τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»
2. Οι Αδειοδοτούσες Αρχές της ανωτέρω παραγράφου α’ υποχρεούνται, εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 9β’ του άρθρου 2 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α), να γνωστοποιήσουν στη Διεύθυνση Εποπτείας της Διαχείρισης Πετρελαιοειδών του Υπουργείου Ανάπτυξης πλήρη κατάλογο των υφιστάμενων αδειών πετρελαιοειδών προϊόντων αρμοδιότητας τους.
3. Στο άρθρο 10 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Η ΡΑΕ είναι αρμόδια για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με την υποχρέωση παροχής πρόσβασης τρίτων.
Ο Υπουργός Ανάπτυξης, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, δύναται να επεκτείνει την πρόσβαση τρίτων και σε άλλες υποδομές πέραν των αναφερόμενων στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου, όπως στις αποθήκες λειτουργικών αποθεμάτων σε ορισμένες περιοχές της χώρας, εφόσον τούτο καθίσταται αναγκαίο για λόγους προστασίας ή ενίσχυσης του υγιούς ανταγωνισμού. Για τη διατύπωση της γνώμης της η ΡΑΕ καλεί τον κύριο της υποδομής να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του. Η πρόσβαση στις υποδομές αυτές γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος.»
4. Στο ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α) προστίθεται άρθρο 13α ως εξής:
« 1. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης συνιστάται Επιτροπή Παρακολούθησης της Αγοράς Πετρελαιοειδών Προϊόντων, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι φορέων του δημοσίου, ιδιωτικού τομέα και των κοινωνικών εταίρων, με σκοπό την κατάρτιση προτάσεων ή/και εισηγήσεων προς τον Υπουργό Ανάπτυξης σχετικών με τη διασφάλιση της ομαλής και αποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς, ιδιαίτερα στα εξής θέματα:
α. παρακολούθηση των εξελίξεων στην ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά,
β. αξιολόγηση της υφιστάμενης νομοθεσίας και διατύπωση προτάσεων για τη βελτίωση και επικαιροποίησή της,
γ. παρακολούθηση της διαμόρφωσης των τιμών σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας της αγοράς πετρελαιοειδών προϊόντων,
δ. αξιολόγηση των μέτρων που λαμβάνονται σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική των συμμετεχόντων στην αγορά,
ε. αξιολόγηση του επιπέδου του ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά και σχετική εισήγηση στον Υπουργό Ανάπτυξης,
στ. εντοπισμός των αδυναμιών της αγοράς και προτάσεις μέτρων ενίσχυσης της σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο.
2. Η Επιτροπή Παρακολούθησης της Αγοράς Πετρελαιοειδών Προϊόντων συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και προεδρεύεται από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Ανάπτυξης.
3. Τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους υποδεικνύονται από το όργανο διοίκησης του οικείου φορέα. Καθήκοντα γραμματέα ασκεί υπάλληλος του Υπουργείου Ανάπτυξης κλάδου ΠΕ, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι δυνατόν να προσκαλούνται ειδικοί επιστήμονες ή εμπειρογνώμονες σε θέματα σχετικά με το εκάστοτε αντικείμενο συζήτησης της Επιτροπής.»
5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 17 του ν. 3054/2002 (ΦΕ 230 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«7.α. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης διατάσσεται η προσωρινή σφράγιση της εγκατάστασης για χρονικό διάστημα από μία (1) εβδομάδα έως και έξι (6) μήνες, στις περιπτώσεις παραβάσεων καθ’ υποτροπήν που αφορούν στον τύπο και στην ποιότητα των διακινούμενων προϊόντων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3335/2005 (ΦΕΚ 95 Α’). Για τον καθορισμό της διάρκειας της προσωρινής σφράγισης λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η συχνότητα και η βαρύτητα της παράβασης, οι συνέπειες που προκύπτουν από αυτή και ο βαθμός υπαιτιότητας του παραβάτη. Πα την αξιολόγηση της παράβασης ως καθ’ υποτροπήν παραβατικής συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ισχύουσες εγγραφές στο βιβλίο κυρώσεων. Η κατά τα ανωτέρω απόφαση προσωρινής σφράγισης δεν αποκλείει την επιβολή άλλων διοικητικών κυρώσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζεται η διαδικασία και ο τρόπος προσωρινής σφράγισης των ανωτέρω εγκαταστάσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
β. Τα ΚΕΔΑΚ μπορούν, ανεξάρτητα από τη συχνότητα ή τη βαρύτητα της παράβασης, να προβαίνουν, με αιτιολογημένη απόφαση τους που λαμβάνεται επί τόπου, σε προσωρινή σφράγιση της εγκατάστασης όταν από την παράβαση δημιουργείται κίνδυνος για το περιβάλλον ή την ασφάλεια της περιοχής ή όταν η εγκατάσταση λειτουργεί χωρίς την απαιτούμενη από τις κείμενες διατάξεις άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας. Η απόφαση προσωρινής σφράγισης ανακαλείται όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επέβαλαν. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με την ακολουθούμενη διαδικασία μετά τη σφράγιση των εγκαταστάσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»
6. Μετά το εδάφιο 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 3054/2002 (ΦΕΚ 230 Α’ ) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση που η ΡΑΕ, από την επεξεργασία των στοιχείων αυτών, καθώς και των στοιχείων που προκύπτουν από τις τιμοληψίες, που διεξάγει το Υπουργείο Ανάπτυξης και από το Παρατηρητήριο Τιμών Υγρών Καυσίμων, διαπιστώσει τυχόν εναρμονισμένες πρακτικές ή άλλες στρεβλώσεις του υγιούς ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 703/1977 (ΦΕΚ 278 Α), όπως ισχύει, διαβιβάζει το ταχύτερο δυνατό τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.»
7. Οι κάτοχοι άδειας λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος σε εγκατάσταση στα πρατήρια υγρών καυσίμων ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου εισροών εκροών, στο οποίο υποχρεωτικά συνδέεται φορολογικός ηλεκτρονικός μηχανισμός.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι προδιαγραφές και ρυθμίζονται τα θέματα εγκατάστασης των συστημάτων ελέγχου εισροών-εκροών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται οι διαδικασίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις της εγκατάστασης, για το κάθε είδος καυσίμου, των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α), το ακριβές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 32
Αιτήματα για λήψη άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, τα οποία είτε εκκρεμούν και δεν έχουν τηρηθεί γι’ αυτά οι προθεσμίες δημοσίευσης και γνωστοποίησης του άρθρου 6 της υπουργικής απόφασης Δ6/Φ1/οικ. 5707/13.3.2007 περί Κανονισμού Αδειών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας με χρήση Α.Π.Ε. και μέσω Σ.Η.Θ.Ύ.Α. (ΦΕΚ 448 Β) είτε έχουν απορριφθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3468/2006 (ΦΕΚ 129 Α’) και της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ν. 3734/2009 (ΦΕΚ 8 Α’) για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στη μη τήρηση των παραπάνω προθεσμιών δημοσίευσης και γνωστοποίησης, επαναξιολογούνται άπαξ από τη ΡΑΕ. Για το σκοπό αυτόν οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στη ΡΑΕ, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, αίτηση με τα δικαιολογητικά που τεκμηριώνουν ότι οι προβλεπόμενες ενέργειες δημοσίευσης και γνωστοποίησης έλαβαν χώρα μέχρι και την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη του επόμενου κύκλου υποβολής αιτημάτων, από αυτόν εντός του οποίου υποβλήθηκε το αίτημα σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. Δ6/Φ1/οικ. 5707/13.3.2007 (ΦΕΚ 448 Β) υπουργικής απόφασης.
Άρθρο 33
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για τη λειτουργία των λαϊκών αγορών, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και ισχύουν, καθώς και κάθε άλλη συναφής διάταξη, η οποία τροποποιεί ή συμπληρώνει τις ανωτέρω διατάξεις.
Κατά την ανωτέρω κωδικοποίηση επιτρέπεται, χωρίς αλλοίωση της έννοιας των διατάξεων που ισχύουν, η νέα διάρθρωση του νομοθετικού υλικού, όπως η διάσπαση ή συγχώνευση άρθρων ή προσθήκη νέων και η νέα γενικώς κατάστρωση αυτού, η απάλειψη των διατάξεων που έχουν ρητώς ή σιωπηρώς καταργηθεί, καθώς και των μεταβατικών διατάξεων, η διόρθωση φράσεων που περιέχουν κανόνες που έχουν καταργηθεί, η διενέργεια διορθώσεων και προσαρμογών στη φραστική διατύπωση και η διενέργεια των αναγκαίων προσαρμογών εν όψει της ισχύουσας νομοθεσίας.
Άρθρο 34
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 1023/1980 (ΦΕΚ 47 Α), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι επαγγελματίες πωλητές των λαϊκών αγορών υποχρεούνται στην καταβολή του ημερήσιου δικαιώματος που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, το οποίο, για τους πωλητές λαϊκών αγορών χωρικής αρμοδιότητας του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθηνών Πειραιώς, αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ημέρες κάθε ημερολογιακού μήνα, και για τους πωλητές των λοιπών λαϊκών αγορών της χώρας, στον αριθμό των ημερών, που με βάση τη σχετική άδεια, δικαιούνται να δραστηριοποιούνται, ανεξαρτήτως της προσέλευσης τους στις λαϊκές αγορές.»
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 17 του ν. 1023/1980, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα ποσοστά του εισπραττόμενου στις λαϊκές αγορές χωρικής αρμοδιότητας των Οργανισμών Λαϊκών Αγορών Αθηνών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ημερήσιου δικαιώματος, τα οποία διατίθενται στους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών Αθηνών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, στην Πανελλαδική Ομοσπονδία Συλλόγων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων Λαϊκών Αγορών, στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων Πωλητών Λαϊκών Αγορών, στην Ομοσπονδία Συλλόγων Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Κεντρικής Μακεδονίας και στην Ομοσπονδία Σωματείων Επαγγελματιών Παραγωγών Πωλητών Λαϊκών Αγορών Μακεδονίας Θεσσαλίας Θράκης.
Ο καθορισμός των ποσοστών του εισπραττόμενου στις Λαϊκές Αγορές της υπόλοιπης χώρας ημερήσιου δικαιώματος, τα οποία διατίθενται στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της υπόλοιπης χώρας όπου λειτουργούν λαϊκές αγορές, και στις Ομοσπονδίες, Συλλόγους ή Σωματεία επαγγελματιών πωλητών και παραγωγών-πωλητών αγροτικών προϊόντων Λαϊκών Αγορών γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας.
Το κατά τα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου διατιθέμενο αποδιδόμενο ποσό μπορεί να αξιοποιείται για τον εκσυγχρονισμό, τη βελτίωση της λειτουργίας και προβολή λαϊκών αγορών, καθώς και για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών αναγκών των φορέων προς τους οποίους αποδίδεται. Οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αξιοποίησης του ποσού από τους φορείς αυτούς και κάθε σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.»
3. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 43 του ν. 3734/2009 (ΦΕΚ 8 Α) καταργείται.
Άρθρο 35
1. Στους νομούς όπου λειτουργούν Κεντρικές Αγορές κατά το άρθρο 6 του ν. 3475/1955 (ΦΕΚ 353 Α), η προς το λιανικό εμπόριο χονδρική πώληση νωπών προϊόντων ζωικής προέλευσης (πλην πουλερικών, κονίκλων και θηραμάτων), τυποποιημένων ή μη, διενεργείται αποκλειστικά μέσα από τις Αγορές αυτές.
2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η προς το λιανικό εμπόριο χονδρική πώληση προϊόντων ζωικής προέλευσης εκτός των Κεντρικών Αγορών από:
α) επιχειρήσεις κοπής, τεμαχισμού, επεξεργασίας, τυποποίησης, συσκευασίας και χονδρικής πώλησης προϊόντων ζωικής προέλευσης που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, λειτουργούν είτε αυτοτελώς είτε εντός εγκεκριμένων και νομίμως λειτουργούντων βιομηχανικών σφαγείων,
β) αυτοτελή τμήματα που λειτουργούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, σε διακεκριμένους χώρους εντός Υπεραγορών, μεικτών καταστημάτων και αποθηκών χονδρικής πώλησης και ασκούν χονδρική πώληση προϊόντων ζωικής προέλευσης.
Για να ασκούν οι υπό το προαναφερθέν σημείο α’ επιχειρήσεις νομίμως χονδρική πώληση προϊόντων ζωικής προέλευσης εκτός των Κεντρικών Αγορών, πρέπει να πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Να διατηρούν κατάστημα (έδρα) χονδρικής πώλησης προϊόντων ζωικής προέλευσης εντός της Κεντρικής Αγοράς που λειτουργεί στο νομό όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση, και η εμπορική δραστηριότητα τους εκτός Κεντρικής Αγοράς να λαμβάνει χώρα σε υποκατάστημα. Ειδικά οι επιχειρήσεις που, αν και υπέβαλαν αίτηση για μίσθωση χώρου εντός των Κεντρικών Αγορών και λόγω έλλειψης, που αποδεικνύεται με σχετικό έγγραφο από το αρμόδιο όργανο διοίκησης της οικείας Κεντρικής Αγοράς, δεν τους διατέθηκε τέτοιος χώρος, δύνανται να διατηρήσουν την κύρια εγκατάσταση τους για χονδρική πώληση, έως ότου τους χορηγηθεί κατάστημα στην οικεία Κεντρική Αγορά.
(ii) Να διαθέτουν άδεια ίδρυσης/εγκατάστασης και λειτουργίας καταστημάτων ή επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος που εκδίδεται από τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα, πιστοποίηση συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και διαχείρισης ασφάλειας τροφίμων (ISO, HACCP), καθώς και οποιαδήποτε άλλη άδεια απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Πάντως ανεξάρτητα από κάθε άλλη άδεια που απαιτείται βάσει ειδικών διατάξεων, οι εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων τροφίμων ζωικής προέλευσης (σφαγείων, τεμαχισμού και τυποποίησης κρέατος, παρασκευασμάτων κρέατος, ψύξης κατάψυξης κρέατος, καθετοποιημένων μονάδων κρέατος) πρέπει να κατέχουν άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, καθώς και αριθμό έγκρισης εγκατάστασης σε όσες περιπτώσεις απαιτείται έγκριση, που χορηγείται από την Κτηνιατρική Αρχή της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
(iii) Να έχουν λάβει άδεια έναρξης επιτηδεύματος από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).
(iν) Να διενεργούν χονδρική πώληση προς λιανοπωλητές προϊόντων ζωικής προέλευσης εντός του ωραρίου που ισχύει εντός των Κεντρικών Αγορών.
Για τις υπό το προαναφερθέν σημείο α’ επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε απόσταση μεγαλύτερη των δύο (2) χιλιομέτρων από την Κεντρική Αγορά που λειτουργεί στο νομό όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση και για τις υπό το προαναφερθέν σημείο β επιχειρήσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι υπό τα στοιχεία ii, iii, iv προαναφερθείσες προϋποθέσεις.
Η, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, λειτουργία εκτός των Κεντρικών Αγορών εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Ανάκληση της είναι δυνατή, εάν για οποιονδήποτε λόγο μεταβληθούν ή παύσουν να ισχύουν οι όροι και προϋποθέσεις, υπό τις οποίες χορηγήθηκε.
Εντός προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ενδιαφερόμενοι έχουν υποχρέωση, προκειμένου να λάβουν έγκριση λειτουργίας, να υποβάλουν αίτηση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προς τη Διεύθυνση Τροφίμων και Ποτών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης δύνανται να καθορίζονται ειδικότερα θέματα και αναγκαίες λεπτομέρειες, τυχόν ειδικές προϋποθέσεις, αλλά και πρόσθετα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζουν οι επιχειρήσεις και τα εντός Υπεραγορών αυτοτελή τμήματα, προκειμένου να ασκούν νομίμως χονδρική πώληση προϊόντων ζωικής προέλευσης εκτός των Κεντρικών Αγορών.
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 6του ν. 3475/1955 (ΦΕΚ 353’Α’ ), όπως ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τα νωπά κρέατα, τυποποιημένα ή μη, πλην πουλερικών, κονίκλων και θηραμάτων.»
4. Για τους παραβάτες του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 6 του ν. 3475/1955 (ΦΕΚ 353 Α), όπως ισχύει σήμερα, και της υπ’ αριθ. Α24967/4.12.2007 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 2400 Β).
Άρθρο 36
Μεταβολές στο π.δ. 186/1992 Κ.Β.Σ.
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο βιβλίο ή δελτίο καταχωρούνται με την παραλαβή των αγαθών η χρονολογία της παραλαβής, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα και η διεύθυνση του αποστολέα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που παραλαμβάνονται, ο σκοπός της παραλαβής, καθώς και η τιμή μονάδος επί παραλαβής νωπών οπωρολαχανικών από πρόσωπο που παράγει τα αγροτικά αυτά προϊόντα, με σκοπό την αγορά ή επί παραλαβής αυτών από το ως άνω πρόσωπο με σκοπό την πώληση για λογαριασμό του, η τιμή η οποία θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση αγοράς αυτών κατά την ημέρα της παραλαβής τους από τον εντολέα και η συνολική αξία τους.»
2. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 11 του Κ. Β. Σ. (π.δ. 186/1992 ΦΕΚ 84
Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η τιμή μονάδος αναγράφεται επί παράδοσης ή αποστολής νωπών οπωρολαχανικών από πρόσωπο που παράγει τα αγροτικά αυτά προϊόντα, με σκοπό την αγορά ή την πώληση και επί αποστολής ή παράδοσης των αγαθών αυτών από το ως άνω πρόσωπο με σκοπό την πώληση για λογαριασμό του, η. τιμή η οποία θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση αγοράς αυτών κατά την ημέρα της παραλαβής τους από τον εντολέα και η συνολική αξία τους.»
3. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«Με δίγραμμη επιταγή ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο εξοφλούνται επίσης μερικά ή ολικά και τα φορολογικά στοιχεία αξίας 1.000 ευρώ και άνω, που αφορούν αγορές νωπών οπωρολαχανικών από πρόσωπο που παράγει τα αγροτικά αυτά προϊόντα, καθώς επίσης και το ποσό που αποδίδεται από τον αντιπρόσωπο στον εντολέα, επίσης πρόσωπο που παράγει τα ως άνω αγροτικά προϊόντα, για τις διενεργηθείσες πωλήσεις των προϊόντων αυτών για λογαριασμό του, με βάση την εκκαθάριση της παρ. 7 του άρθρου 12 του Κώδικα αυτού μετά την αφαίρεση της δικαιούμενης προμήθειας.»
Άρθρο 37
Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α) καταργείται.
Άρθρο 38
Μεταβατικές και τελικές διατάξεις
1. Γνωστοποιήσεις οι οποίες έχουν γίνει σύμφωνα με τα άρθρα 4α και 21 του ν. 703/1977, πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος, υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.
2. Γνωστοποιήσεις οι οποίες έχουν γίνει σύμφωνα με το άρθρο 4β του ν. 703/1977, πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
3. Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, το άρθρο 2α του ν. 703/1977 εφαρμόζεται ως είχε προ της καταργήσεως του.
4. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, κάθε άλλη υπόθεση που εκκρεμεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και για την οποία δεν έχει εκδοθεί απόφαση από αυτή διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
5. Για την πρώτη διαδικασία διορισμού των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, η θητεία των τακτικών μελών τα οποία δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και των αναπληρωματικών μελών, ορίζεται τετραετής.
6. Μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, οι αποσπασμένοι στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού υπάλληλοι, ύστερα από αίτηση τους και γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, δύναται να μετατάσσονται, σε αντίστοιχες με τα προσόντα τους κενές οργανικές θέσεις, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Άρθρο 39
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου τίθενται σε ισχύ μετά πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξαιρουμένων των διατάξεων των άρθρων 31 έως και 38, οι οποίες τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Διατάξεις που έρχονται σε αντίθεση με τον παρόντα νόμο παύουν να ισχύουν από τη θέση σε ισχύ αυτού.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Λευκάδα, 6 Αυγούστου 2009
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 7 Αυγούστου 2009
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ