Αποτέλεσμα του εκρηκτικού αυτού κοκτέιλ στην πετρελαϊκή αγορά, ήταν η καθίζηση των τιμών του “μαύρου χρυσού”, με το πετρέλαιο brent να υποχωρεί στα επίπεδα των 36 δολαρίων και το αμερικανικό αργό WTI στα επίπεδα των 33 δολαρίων. Από τις αρχές του έτους οι διεθνείς τιμές καταγράφουν πτώση που πλησιάζει το 50%.
Όπως εύστοχα σημειώνει η Citi στην ανάλυσή της για τις εξελίξεις, η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να προχωρήσει στη μεγαλύτερη μείωση τιμών των τελευταίων 30 ετών συνιστά μια σαφή προειδοποίηση από το πανίσχυρο ηγέτη του ΟΠΕΚ ότι προτιμά να αφήσει τις τιμές του πετρελαίου να καταρρεύσουν, παρά να παραχωρήσει μερίδιο αγοράς σε άλλους παραγωγούς, ακόμη και στα μέλη του συνεταιρισμού OPEC+, ο οποίος μετρά μόλις 4 χρόνια ζωής και ήδη το μέλλον του προδιαγράφεται δυσοίωνο.
Το χρονικό
Το κουτί της Πανδώρας στην αγορά του πετρελαίου άνοιξε με αφορμή την άρνηση της Ρωσίας να αποδεχθεί την πρόταση της Σαουδικής Αραβίας για μείωση κατά 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, της παραγωγής του OPEC+. Οι λόγοι για τη ρωσική στάση δεν ήταν μόνο οικονομικοί. Στόχος της Μόσχας είναι, σύμφωνα με την πλειονότητα των αναλυτών, να ανακτήσει μερίδιο αγοράς και να υπονομεύσει τον ολοένα ισχυρότερο ρόλο που διαδραματίζει το αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο στην παγκόσμια αγορά. Αποχωρώντας από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων των μελών του OPEC+ στη Βιέννη, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Alexander Novac, δήλωσε ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αυξήσουν την παραγωγή τους από τον Απρίλιο. Η Μόσχα εμφανιζόταν βέβαιη ότι τα κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ θα απέφευγαν να απαντήσουν στη δική της κίνηση, υπό την απειλή της κατάρρευσης των τιμών.
Η βεβαιότητα αυτή αποδείχθηκε εκτός τόπου και χρόνου. Η πρώτη απάντηση από το Ριάντ ήρθε με τη μείωση των επίσημων τιμών πώλησης του σαουδαραβικού πετρελαίου, κατά 7 δολάρια το βαρέλι. Στη συνέχεια η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε την απόφασή της για αύξηση της παραγωγής της από τα 12 στα 13 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όταν κατά μέσο όρο τους τελευταίους μήνες η παραγωγή του βασιλείου κυμαινόταν στα 9,7 εκατ. βαρέλια.
Τι είναι ο OPEC+
Ο OPEC+ είναι μια ομάδα από 24 χώρες παραγωγούς πετρελαίου, η οποία δημιουργήθηκε το 2016 με στόχο τον συντονισμό της παραγωγής προκειμένου να σταθεροποιηθεί η αγορά. Αποτελείται από τα 14 κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ, με ηγέτη τη Σαουδική Αραβία, που είναι και ο μεγαλύτερος παραγωγός του οργανισμού και από 10 κράτη που δεν είναι μέλη του ΟΠΕΚ περιλαμβανομένης και της Ρωσίας. Από το 2017 μέχρι πρόσφατα ο OPEC+ είχε επιτύχει σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις συμφωνίες για την εθελοντική μείωση της παραγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου. Και βέβαια ο OPEC+ πέτυχε συμφωνίες αύξησης της παραγωγής όταν οι συνθήκες της αγοράς ήταν ευνοϊκές. Ο ΟΠΕΚ αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, ενώ, εάν συμπεριληφθεί και η παραγωγή των 10 κρατών που δεν είναι μέλη του Οργανισμού, ο OPEC+ καλύπτει περίπου το 50% παγκόσμιας παραγωγής. Ωστόσο στη συμφωνία του OPEC+ δεν συμμετέχει ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και άλλοι δυτικοί παραγωγοί όπως η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς και η Νορβηγία.
Κοροναϊός
Η κατάσταση στη διεθνή αγορά καθίσταται ακόμη απρόβλεπτη υπό την παγκόσμια απειλή του κοροναϊού. Η εξέλιξη της πανδημίας αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την κατανάλωση και θεωρείται κρίσιμη για την εξέλιξη του ισοζυγίου προσφοράς ζήτησης, που καθορίζει ευθέως και την πορεία των τιμών. Η αρνητική επίπτωση στη ζήτηση μπορεί να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, θεωρεί χαρακτηριστικά η Citi. Ο οίκος θεωρεί ότι σε περίπτωση που εφαρμοστούν και σε άλλες χώρες, μέτρα καραντίνας ανάλογα με την Κίνα, τότε η μείωση της ζήτησης μπορεί να φτάσει έως και τα 4,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι συνολικά το 2020 θα έχουμε υποχώρηση της συνολικής κατανάλωσης άνω των 3 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Τι προβλέπουν οι οίκοι για τις τιμές
Ποιες όμως είναι οι προβλέψεις για την εξέλιξη της κρίσης και τη διακύμανση των τιμών; Η City στο βασικό σενάριο της ανάλυσής της, θεωρεί ότι τελικά η συμμαχία OPEC+ θα επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και ότι οι παραγωγοί θα καταλήξουν σε συμφωνία για μείωση της παραγωγής από το 3ο τρίμηνο του 2020. Υπενθυμίζεται ότι η επόμενη προγραμματισμένη συνάντηση των μελών του OPEC+ είναι για τις αρχές Ιουνίου.
Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο της Citi η μέση τιμή του brent θα διαμορφωθεί στα 43 δολάρια το βαρέλι για φέτος και στα 49 δολάρια το βαρέλι το 2021. Το bulish σενάριο του οίκου προβλέπει ότι η συμφωνία μεταξύ των μελών OPEC+ για περικοπή της παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα θα έρθει νωρίτερα μέχρι τον Ιούνιο. Σε αυτήν την περίπτωση η μέση τιμή για φέτος θα κυμανθεί στα 58 δολάρια το βαρέλι. Αντίθετα το bearish σενάριο, δηλαδή της υπερπροσφοράς, με μεγαλύτερη της αναμενόμενης υποχώρηση της ζήτησης, προσγειώνει τη μέση τιμή του brent για το 2020 στα 33 δολάρια το βαρέλι.
Η Credit Suisse εκτιμά ότι οι κινήσεις της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας να αυξήσουν την παραγωγή τους, θα οδηγήσει σε πλεόνασμα προσφοράς της τάξης των 2,8 εκατ. βαρελιών την ημέρα. Ο οίκος σημειώνει ότι στις αρχές του 2016 όταν οι τιμές κατέρρευσαν από τα 90 στα 26 δολάρια το βαρέλι, το αντίστοιχο πλεόνασμα ήταν 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Η πτώση των τιμών αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση των παραγωγών εκτός ΟΠΕΚ, οι οποίοι αναμένεται να περικόψουν τις επενδύσεις τους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον οίκο, το μέγεθος της υπερπροσφοράς σε συνδυασμό με την καθυστερημένη αντίδραση των παραγωγών, μπορεί να οδηγήσει τις τιμές ακόμη πιο χαμηλά στα επίπεδα του κόστους παραγωγής των πιο ανταγωνιστικών παραγωγών, δηλαδή ακόμη και κάτω από τα 20 δολάρια το βαρέλι, προκειμένου στη συνέχεια να επανέλθει η ισορροπία στις αγορές.
Η Barclays θεωρεί ότι η κίνηση της Σαουδικής Αραβίας υποκρύπτει δύο βασικές σκοπιμότητες: η πρώτη είναι να εξαναγκάσει τα μέλη του OPEC+ να επανέλθουν στο τραπέζι και να συνεργαστούν στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης της αγοράς και η δεύτερη να ασκήσει πιέσεις στην αυξανόμενη προμήθεια αμερικανικού πετρελαίου που έχει υψηλότερα κόστη παραγωγής. Ωστόσο, οι αναλυτές του οίκου δεν θεωρούν ότι η Ρωσία θα επανέλθει άμεσα στο τραπέζι του OPEC+ που σημαίνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν υπό πίεση, ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξει και η επίπτωση στη ζήτηση από την εξάπλωση του κορωναϊού. Ο οίκος προβλέπει μέση τιμή για το brent το 2020 στα 43 δολάρια το βαρέλι και για το WTI στα 40 δολάρια το βαρέλι. Η ουσιαστική ανάκαμψη των τιμών στα επίπεδα των 50-55 δολαρίων το βαρέλι θα εξαρτηθεί από τη δυναμική της ζήτησης και από το κατά πόσο θα μπορέσει να απορροφήσει το πρόσφατο κύμα υπερπροσφοράς.
To think tank Eurasia, από την πλευρά του, βλέπει πιο πιθανό (60%) ο πόλεμος τιμών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας, να αποδειχθεί βραχύβιος καθώς θεωρεί ότι είναι αποτέλεσμα τακτικών ελιγμών. Σύμφωνα με την εκτίμηση του think tank η κρίση θα διαρκέσει μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες, μέχρις ότου η πτώση των τιμών να πιέσει τη Μόσχα και το Ριάντ να συμβιβαστούν σε σχέση με τις αρχικές τους θέσεις για τη μείωση της παραγωγής των μελών του OPEC+. Και αυτό διότι τόσο η Ρωσία όσο και η Σαουδική Αραβία θα δέχονταν ισχυρό οικονομικό πλήγμα από έναν παρατεταμένο πόλεμο τιμών.
UBS: Ανακούφιση για τα διυλιστήρια
Η αναταραχή στην αγορά πετρελαίου και ο πόλεμος των τιμών αποτελεί ανακούφιση για τον κλάδο της διύλισης, σημειώνει έκθεση της UBS. Oι αναλυτές του οίκου αναφέρονται στο γεγονός ότι η μείωση των τιμών του αργού κατά 6 έως 8 δολάρια το βαρέλι, μειώνει τα κόστη πρώτης ύλης για τον κλάδο και κατά συνέπεια επηρεάζει θετικά τα περιθώρια διύλισης. Ενδεικτικά η τιμή για το ελαφρύ αραβικό πετρέλαιο (Arab Light) μειώθηκε κατά 8 δολάρια το βαρέλι για παραδόσεις στη βορειοδυτική Ευρώπη. Τα διυλιστήρια αναμένεται να αποκομίσουν επιπλέον οφέλη τον Απρίλιο, όταν και θα υλοποιηθεί η απόφαση του Ριάντ για αύξηση της παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας, που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την προσφορά στην αγορά. Τα μεγαλύτερα οφέλη, πάντως, προορίζονται για τα σύνθετα διυλιστήρια που μπορούν να αξιοποιήσουν τα spreads μεταξύ ελαφριών και βαρύτερων πετρελαίων, κάτι που ισχύει και για τους ελληνικούς ομίλους (ΕΛΠΕ, Motor Oil).
Την ίδια στιγμή, πάντως, που οι ευκαιρίες για προμήθεια φθηνότερων πετρελαιών λειτουργεί ευνοϊκά για τα περιθώρια του κλάδου, τα οφέλη ψαλιδίζονται εξαιτίας του περιορισμού της ζήτησης που προκαλεί η έξαρση του κορoναϊού. Για παράδειγμα, ήδη στην Ασία η κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου έχει υπερκεράσει τα όποια οφέλη από την πτώση των τιμών.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά, κατά το πρώτο δίμηνο του έτους η ζήτηση καυσίμων κίνησης κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Ωστόσο, πιέσεις έχει δεχθεί η κατανάλωση αεροπορικών καυσίμων, ενώ τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται υποχώρηση και στα υπόλοιπα καύσιμα εξαιτίας των περιορισμών που τέθηκαν σε ισχύ για τον κοροναϊό. Και βέβαια τα δυσοίωνα μηνύματα για την τουριστική κίνηση του καλοκαιριού, εφόσον επιβεβαιωθούν, αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την εποχική κατανάλωση καυσίμων κίνησης, των αεροπορικών και των ναυτιλιακών καυσίμων.
Πιέζονται οι τιμές φυσικού αερίου και ρύπων
Εκτός από το πετρέλαιο, πιέσεις δέχονται και τα άλλα ενεργειακά προϊόντα. Συγκεκριμένα οι τιμές του φυσικού αερίου, αν και δεν ακολουθούν τη ραγδαία πτώση της τιμής του brent, υπέστησαν μικρότερες μειώσεις. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς αερίου, διότι οι τιμές του LNG είναι ήδη κοντά στο απόλυτο χαμηλό που προσδιορίζεται στα 8,5 ευρώ/mmbtu. Συγκεκριμένα οι τιμές TTF στο oλλανδικό ενεργειακό χρηματιστήριο βρέθηκαν έως και τα 8,6 ευρώ/mmbtu την περασμένη εβδομάδα. Συγκριτικά με τα υψηλά τριμήνου (14,2 ευρώ/mmbtu) η πτώση φτάνει το 29,4%. Ωστόσο, ήδη από τον Φεβρουάριο, οι τιμές του αερίου είχαν υποχωρήσει στα επίπεδα των 8,8 έως 9,6 ευρώ/mmbtu. Σε ό,τι αφορά τα futures η τιμή του φυσικού αέριου για το καλοκαίρι διαμορφώνεται στα 9,2 ευρώ/mmbtu, στα 9,45 ευρώ/mmbtu για το τρίτο τρίμηνο και στα 12,5 ευρώ/mmbtu για το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
Πρακτικά, εάν επιβεβαιωθούν τα σενάρια που θέλουν τις τιμές του brent να παραμένουν σε χαμηλά ή να πέφτουν σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, τότε πιθανόν να υπάρξει αλλαγή συσχετισμών και το oil indexed αέριο που διακινείται μέσω αγωγών να γίνει πιο ανταγωνιστικό από το LNG.
Σημαντική μεταβλητότητα, εξάλλου, καταγράφεται και στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων, όπου τις τελευταίες ημέρες οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής βρέθηκαν κοντά στα χαμηλά τριμήνου στα 23,25 ευρώ/τόνος. Στα τέλη Δεκεμβρίου η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής είχε καταγράψει υψηλό τριμήνου στα 26,74 ευρώ/τόνος. Δηλαδή μέσα σε τρεις μήνες οι τιμές έχουν υποχωρήσει πάνω από 13%, ευνοώντας τους ηλεκτροπαραγωγούς που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα (άνθρακα, φυσικό αέριο) αλλά και την ενεργοβόρο βιομηχανία, που αγοράζει δικαιώματα εκπομπής από το χρηματιστήριο ρύπων.
ΠΗΓΗ: capital.gr