Εγκύκλιος παροχής οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας στα ενεργειακά προϊόντα, σύμφωνα το άρθρο 78Α του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄265) και την αριθμ. Α.1046/2024 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Καθορισμός της διαδικασίας τήρησης των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τα πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (Α΄230), κατά τη διάθεση και τη διακίνηση ενεργειακών προϊόντων στα Πρατήρια Καυσίμων, του τρόπου διαπίστωσης των παραβάσεων, των αρμόδιων Υπηρεσιών, του χρόνου, του τρόπου και των προϋποθέσεων δημοσιοποίησης των παραβατών, κατ’ εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 78Α του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄265)» (Β΄1971).
Με την εγκύκλιο (ΑΔΑ: ΨΥΙΠ46ΜΠ3Ζ-4ΟΛ) παρέχονται οδηγίες για τον χρόνο λήψης και άρσης των μέτρων δέουσας επιμέλειας σε βάρος των παραβατικών πρατηρίων καυσίμων και των συνδεδεμένων με παραβατικό πρατηρίων καυσίμων και σχετικές διευκρινίσεις σε περίπτωση μεταβολής, η οποία αίρει τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό πρατήριου καυσίμων, ως συνδεδεμένου με παραβατικό πρατήριο.
Στο πεδίο εφαρμογής της εγκυκλιου εμπίπτουν τα υπόχρεα για τήρηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας νομικά πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (Α΄230), ήτοι οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και τα διυλιστήρια, τα πρατήρια καυσίμων με τα οποία οι εν λόγω εταιρίες εμπορίας και τα διυλιστήρια συναλλάσσονται, καθώς και οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ, οι οποίες είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας.
Για την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας στα ενεργειακά προϊόντα, σύμφωνα με το άρθρο 78Α του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄265) και την αριθμ. Α. 1046/2024 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Καθορισμός της διαδικασίας τήρησης των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τα πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (Α΄230), κατά τη διάθεση και τη διακίνηση ενεργειακών προϊόντων στα Πρατήρια Καυσίμων, του τρόπου διαπίστωσης των παραβάσεων, των αρμόδιων Υπηρεσιών, του χρόνου, του τρόπου και των προϋποθέσεων δημοσιοποίησης των παραβατών, κατ’ εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 78Α του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄265)» (Β΄1971) αναφέρονται τα ακόλουθα:
- Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 78Α του ν. 2960/2001 τα νομικά πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (Α’ 230) που διαθέτουν και διακινούν ενεργειακά προϊόντα των περ. α) έως γ) και στ) έως ιε) της παρ. 1 του άρθρου 73 του ανωτέρω νόμου σε ατομικές επιχειρήσεις ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που εμπορεύονται και διακινούν καύσιμα (πρατήρια καυσίμων), εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
Διευκρινίζεται ότι, όταν κατά την διεξαγωγή ελέγχων σε πρατήρια καυσίμων από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ διαπιστώνεται η μη εγκατάσταση ή μη πλήρωση των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών ή η τέλεση λαθρεμπορίας καυσίμων ή νοθεία καυσίμων ή παραποίηση φορολογικών μηχανισμών ή ελλειμματικές παραδόσεις αντλιών, τότε αυτές ενημερώνουν τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (εταιρείες εμπορίας και διυλιστήρια), προκειμένου αυτά να προβούν στη λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 8 της ανωτέρω Α.1046/2024 απόφασης.
Η σχετική ενημέρωση κοινοποιείται και στην Ε.Υ.Τ.Ε. για περαιτέρω αξιοποίηση των στοιχείων.
Από το άρθρο 9 της ανωτέρω απόφασης, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 8 αυτής και τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 της παρούσας, συνάγεται ότι, όταν τα υπόχρεα σε τήρηση μέτρων δέουσας επιμέλειας νομικά πρόσωπα ενημερωθούν, είτε από την Ε.Υ.Τ.Ε., είτε από οποιαδήποτε ελεγκτική υπηρεσία της ΑΑΔΕ για την τέλεση λαθρεμπορίας ή νοθείας καυσίμων ή μη εγκατάστασης ή μη πλήρωσης των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών εκροών ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών από πρατήριο καυσίμων, τα μέτρα της παρ. 1 του άρθρου 8 της ως άνω απόφασης, εφαρμόζονται εντός τριάντα (30) ημερών και σε κάθε άλλο πρατήριο καυσίμων, που, σύμφωνα με την ενημέρωση της Α.Α.Δ.Ε. προς τα ανωτέρω υπόχρεα νομικά πρόσωπα, ανήκει κατά ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) ή διοικείται από τα πρόσωπα, στα οποία ανήκει ή τα οποία διοικούν το πρατήριο καυσίμων, το οποίο διαπιστώνεται ότι έχει τελέσει τις ως άνω παραβάσεις. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και για τα πρατήρια καυσίμων που ανήκουν κατά εκατό τοις εκατό (100%) στα ως άνω υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή κατά εκατό τοις εκατό (100%) σε θυγατρικές τους, εφόσον διαπιστωθούν πέντε (5) παραβάσεις σε διάστημα τριών (3) μηνών.
Βάσει των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει από την παρ. 1 του άρθρου 9 της ανωτέρω Α.1046/2024 απόφασης, σε συνέχεια της ενημέρωσης της παρ. 1 του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης, γνωστοποιούνται στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και τα διυλιστήρια (υπόχρεα νομικά πρόσωπα για λήψη μέτρων δέουσας επιμέλειας), τα συνδεδεμένα με το παραβατικό πρατήρια καυσίμων, συνάγεται ότι κρίσιμος χρόνος για τον χαρακτηρισμό πρατηρίου καυσίμων ως συνδεδεμένου με παραβατικό πρατήριο καυσίμων και τη λήψη σε βάρος αυτού των μέτρων δέουσας επιμέλειας της παρ. 1 του άρθρου 8 της ως άνω Α.1046/2024 απόφασης είναι ο χρόνος ενημέρωσης των υπόχρεων προς εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας νομικών προσώπων των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 σχετικά με τα πρατήρια που πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους, ως συνδεδεμένα, από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΑΑΔΕ.
- Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 16, 17, 18 και 19 του ν. 4919/2022 (Α΄71) τα έννομα αποτελέσματα πράξεων, στοιχείων και δηλώσεων των υπόχρεων προσώπων προς καταχώριση αυτών στο Γ.Ε.ΜΗ. (μεταξύ των οποίων συστάσεις, τροποποιήσεις και λύσεις καταστατικού εταιρείας) επέρχονται με την ολοκλήρωση των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό πρατηρίου καυσίμων ως συνδεδεμένου με παραβατικό πρατήριο καυσίμων, κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο ή για οποιαδήποτε μεταγενέστερη σχετική μεταβολή, πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες διατυπώσεις δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ.
- Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας στα συνδεδεμένα με το παραβατικό πρατήρια αίρονται:
α) εφόσον επέλθει μεταβολή, η οποία αίρει τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό πρατηρίου καυσίμων, ως συνδεδεμένου με το παραβατικό, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9 της ανωτέρω αριθμ. Α.1046/2024 απόφασης, σε συνδυασμό με την παρ. 6 του άρθρου 78Α του ν. 2960/2001.
Σημειώνεται ότι, βάσει των αναφερομένων στην παρ. 2 της παρούσας, προϋπόθεση για την άρση των μέτρων δέουσας επιμέλειας και στην περίπτωση αυτή είναι η ολοκλήρωση των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας στο Γ.Ε.ΜΗ. της μεταβολής που αίρει τον χαρακτηρισμό του πρατηρίου, ως συνδεδεμένου με το παραβατικό πρατήριο, στις περιπτώσεις που η δημοσίευση απαιτείται από την νομοθεσία.
Στις περιπτώσεις που κάτοχος της άδειας του συνδεδεμένου πρατηρίου καυσίμων είναι φυσικό πρόσωπο, τα μέτρα αίρονται, εφόσον εκδοθεί νέα άδεια λειτουργίας σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι στην τελευταία περίπτωση (νομικού προσώπου) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 της ως άνω αριθμ. Α. 1046/2024 απόφασης για τον χαρακτηρισμό του, ως συνδεδεμένου με το παραβατικό πρατήριο.
Προκειμένου να αρθούν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση προς την Υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. που πραγματοποίησε την ενημέρωση της παρ. 1 του άρθρου 9 της ανωτέρω Α. 1046/2024 απόφασης, γνωστοποιώντας τη μεταβολή που αίρει τον χαρακτηρισμό του πρατηρίου, ως συνδεδεμένου με το παραβατικό πρατήριο.
Η Υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση για άρση των μέτρων δέουσας επιμέλειας ενημερώνει τα υπόχρεα πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (εταιρείες εμπορίας και διυλιστήρια) προκειμένου αυτά να προβούν στην άρση των ληφθέντων μέτρων.
Εφόσον αρθούν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε βάρος του παραβατικού πρατηρίου, είτε λόγω αποκατάστασης των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν, είτε, σε περίπτωση σφράγισης του παραβατικού πρατηρίου, όταν αυτό επαναλειτουργήσει νόμιμα, είτε σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση.