“Η Ρωσία τραβάει το σκοινί στον πετρελαϊκό πόλεμο”.
Του Κώστα Ράπτη,
Υπενθυμίζεται ότι ο “πόλεμος” ξεκίνησε προ μηνός όταν παρά την αρχική δεκτικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν στην ιδέα μιας νέας συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία για την στήριξη των τιμών, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας της Ρωσίας και πρόεδρος της Rosneft Ίγκορ Σέτσιν επέβαλε την άποψη ότι προέχει η υπεράσπιση του ρωσικού μεριδίου αγοράς.
Στην άρνηση της Ρωσίας να συμφωνήσει σε έναν νέο γύρο περικοπών η Σαουδική Αραβία αντέδρασε σπασμωδικά, ανακοινώνοντας αύξηση της παραγωγής της, την ίδια ώρα που η ζήτηση έχει υποχωρήσει ραγδαία λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και των περιοριστικών μέτρων που τη συνοδεύουν. Στον χορό της αύξησης της παραγωγής μπήκαν αμέσως και όσοι άλλοι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα (Ρωσία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), με αποτέλεσμα μια πλημμυρίδα προσφερόμενου αργού, για την οποία πλέον χρησιμοποιούνται ακόμη και υπερδεξαμενόπλοια ως αποθηκευτική χώροι. Εξ ού και η προηγούμενη εβδομάδα άνοιξε με την τιμή του μαύρου χρυσού να αγγίζει προς τα κάτω τα 20 δολάρια ανά βαρέλι, με τις συνομιλές απώλειες από την αρχή του έτους να φθάνουν το 60%.
Ο τρίτος της εξίσωσης, δηλ. ο αμερικανικός σχιστολιθικός κλάδος αισθάνθηκε αμέσως την πίεση, καθώς συγκροτείται από πολλούς μικρομεσαίους ανεξάρτητους παραγωγούς, που μπορούν να κερδοφορήσουν μόνο αν οι τιμές διαμορφωθούν σε επίπεδα αρκετά υψηλότερα από τα τωρινά. Ταυτοχρόνως πρόκειται για κλάδο υπερχρεωμένο, οι κλυδωνισμοί του οποίου μπορούν να μεταφερθούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η προοπτική χιλιάδων απολύσεων και ακύρωσης επενδύσεων ύψους 15 δισ. είναι το τελευταίο που χρειάζονται οι ΗΠΑ σε αυτή τη συγκυρία που δοκιμάζονται από την πανδημία. Η χρεωκοπία της Whiting Petroleum, άλλοτε της μεγαλύτερης στην περιοχή Bakken της Βόρειας Ντακότα, αποτέλεσε σαφές σημάδι: η κεφαλαιοποίησή της συρρικνώθηκε από τα 15 δισ. δολάρια το 2011 στα 61,5 εκατ. δολάρια, με το χρέος της να φθάνει τα 2,8 δισ., έναντι 585 εκατ. δολαρίων ρευστότητας στον ισολογισμό της.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε πολύ σαφής ως προς το μέγεθος της απειλής. “Δεν θέλουμε να χάσουμε τις σπουδαίες πετρελαϊκές εταιρείες μας” δήλωσε απερίφραστα. Δεν υπήρξε όμως εξίσου ειλικρινείς ως προς το αποτέλεσμα των τηλεφωνικών επικοινωνιών του την προηγούμενη εβδομάδα με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Σαουδάραβα διάδοχο Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν. Ανακοίνωσε περιχαρής ότι επίκειται ρωσο-σαουδαραβική συμφωνία περικοπής της παραγωγής κατά 10 εκατ. βαρέλια, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ράλι στις αγορές την Πέμπτη, το οποίο συνεχίσθηκε σε μικρότερη κλίμακα και την Παρασκευή, μόλις έγινε γνωστό ότι προγραμματίσθηκε για σήμερα Δευτέρα τηλεδιάσκεψη του διευρυμένου σχήματος OPEC+.
Πολλοί αναλυτές διατύπωσαν αμέσως τις επιφυλάξεις τους διαβλέποντας επικοινωνιακό ελιγμό του ενοίκου του Λευκού Οίκου – και δικαιώθηκαν. Η τηλεδιάσκεψη του OPEC+ αναβλήθηκε για την Πέμπτη, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε νέες αυξήσεις στην παραγωγή της και, το κυριότερο, η ρωσική πλευρά διαμήνυσε, δια στόματος του Βλαντίμιρ Πούτιν ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία και δεν πρόκειται να επιτευχθεί παρά μόνο αν συμπεριλάβει όλους τους μεγάλους παραγωγούς, συμπεριλαμβανομένου δηλ. και του αμερικανικού σχιστολιθικού κλάδου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, σε αντίθεση προς τα αισιόδοξα μηνύματα που εξέπεμπε προηγουμένως, βρέθηκε να απειλεί με επιβολή δασμών για να προστατεύσει την αμερικανική πετρελαϊκή παραγωγή.
Το ζήτημα είναι ότι η Μόσχα έχει ανακαλύψει ένα ευαίσθητο σημείο επί του οποίου μπορεί να εκβιάζει τον Τραμπ. Ο δικός της προϋπολογισμός δεν είναι ελλειμματικός και ήδη ξαναγράφεται λαμβάνοντας ως αφετηρία την προσγείωση των τιμών κάτω από τα 30 δολάρια ανά βαρέλι. Η υποτίμηση του ρουβλίου απορροφά μέρος των κραδασμών (πολυτέλεια την οποία δεν έχει η Σαουδική Αραβία λόγω της πρόσδεσης του ριάλ στο δολάριο), ενώ τα υψηλά συναλλαγματικά αποθεματικά δημιουργούν ένα μαξιλάρι ασφαλείας. Διαθέτει συνεπώς η ρωσική πλευρά τις αντοχές να περιμένει την υποχώρηση των άλλων παικτών στους όρους που θέτει για μία νέα συμφωνία.
ΠΗΓΗ: capital.gr