«DW: Συνεχίζεται ο κατήφορος του πετρελαίου».
Δυσάρεστες οι προοπτικές για την πετρελαϊκή βιομηχανία, αλλά και χώρες που στηρίζουν την οικονομία τους στο πετρέλαιο: η τιμή του μαύρου χρυσού παραμένει, και αναμένεται να παραμείνει για πολύ καιρό, σε χαμηλά επίπεδα.
Λόγω υπερπαραγωγής η διεθνής τιμή του πετρελαίου έχει υποχωρήσει πάνω από 50% από τα μέσα του 2014. Κύρια αιτία είναι η αύξηση του αμερικανικού μεριδίου στην παγκόσμια παραγωγή με τη διαμφισβητούμενη μέθοδο fracking, δηλαδή γεωτρήσεις σε μεγάλο βάθος με χρήση χημικών ουσιών. Ένας δεύτερος λόγος είναι η μείωση της ζήτησης λόγω επιβράδυνσης στην οικονομική ανάπτυξη που καταγράφουν χώρες όπως η Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές. Βέβαια τις τελευταίες ημέρες υπήρξε μία “διόρθωση” μετά τη συνεχή υποχώρηση με το μπρεντ να καταγράφει αύξηση 0,5% την Τρίτη, φτάνοντας τα 40,94 δολάρια το βαρέλι. Όμως την προηγούμενη μέρα η προφανής προσδοκία για αύξηση της παραγωγής είχε μειώσει την τιμή στα 40,6 δολάρια, δηλαδή στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων επτά ετών.
Την περασμένη Παρασκευή ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών (OPEC) είχε αποφασίσει να διατηρήσει τη συνολική παραγωγή του στα σημερινά υψηλά επίπεδα. Έτσι, έστειλε σαφές μήνυμα ότι αποχωρίζεται την μακροπρόθεσμη τακτική που εφαρμόζει μέχρι σήμερα, η οποία ευνοούσε τη μείωση της παραγωγής με επακόλουθη άνοδο της τιμής. Όπως επισημαίνει ο Όιγκεν Βάινμπεργκ, αναλυτής για commodities στη γερμανική τράπεζα Commerzbank “από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη του ΟPEC δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στα όρια παραγωγής, η τιμή θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από όσο είχαμε αρχικά υπολογίσει. Αυτό θα προκαλέσει προβλήματα, όχι μόνο στα μέλη του OPEC, αλλά και στις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Ρωσία, το Μεξικό και η Νορβηγία”.
Άνοδο “βλέπει” η Παγκόσμια Τράπεζα
Από την πλευρά του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) βλέπει αρνητικές εξελίξεις σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, το Ιράκ και η Νιγηρία. Πάντως η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ένα διαφορετικό σενάριο, καθώς θεωρεί ότι το 2016 η τιμή του πετρελαίου θα ανέλθει στα 51 δολάρια το βαρέλι. Και αυτό παρότι η διαθέσιμη ποσότητα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, όταν μάλιστα στις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες προστίθεται και το Ιράν μετά την άρση των διεθνών κυρώσεων που ακολούθησε την πολυπόθητη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Ο ιρανός υπουργός Πετρελαίου ξεκαθάρισε ήδη ότι μετά την άρση των κυρώσεων η χώρα του θα επαναφέρει την παραγωγή πετρελαίου στα υψηλά επίπεδα που διατηρούσε και παλαιότερα.
Κάποιοι αναλυτές “βλέπουν” το πετρέλαιο ακόμα και στα 20 δολάρια το βαρέλι μέσα στο 2016. Αυτό δεν αποκλείεται, επισημαίνει ο Σπένσερ Γουέλς, συνεργάτης της εταιρίας consulting IHS με έδρα το Λονδίνο. Προσθέτει ωστόσο ότι “αν πράγματι πέσει το πετρέλαιο στα είκοσι δολάρια το βαρέλι, η προσφορά θα περιοριστεί, με αποτέλεσμα να αυξηθούν και πάλι οι τιμές”. Σύμφωνα πάντως με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας η συμπίεση των τιμών του πετρελαίου δεν θα έχει μόνο θετικές συνέπειες για τον καταναλωτή. Στην ετήσια έκθεσή τους, οι εμπειρογνώμονες του διεθνούς οργανισμού προειδοποιούν ότι ο κατήφορος του πετρελαίου θα μπορούσε να αναστείλει την υλοποίηση σημαντικών τεχνολογικών επενδύσεων και επιπλέον να μεγαλώσει την εξάρτηση από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες διατηρούν πολύ χαμηλό κόστος εξόρυξης.
Κίνδυνος για τη “στροφή” σε ανανεώσιμες πηγές;
Η διεθνής τάση που καταγράφει ο Γουελς είναι ότι οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου παρέχουν αντικίνητρα για την ανάπτυξη του fracking, αλλά και για την, επιθυμητή σε πολιτικό επίπεδο, στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σημαίνει αυτό ότι και στη Γερμανία θα καθυστερήσει η “ενεργειακή στροφή” που ευαγγελίζεται ο κυβερνητικός συνασπισμός; Ο Όιγκεν Βάινμπεργκ έχει διαφορετική άποψη: “Στη Γερμανία οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου δεν ανταγωνίζονται άμεσα εκείνες των ανανεώσιμων πηγών, γιατί κατά κανόνα ούτε το ένα ούτε το άλλο χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ρεύματος. Το πετρέλαιο πηγαίνει στις μεταφορές, ενώ το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται κυρίως για θέρμανση. Άρα ουσιαστικά δεν μας επηρεάζουν οι χαμηλές τιμές που επιφέρει η αποκαλούμενη ενεργειακή στροφή”.
Klaus Ulrich/Γιάννης Παπαδημητρίου
Πηγή: Deutsche Welle