Γνωμοδότηση επιτροπής ανταγωνισμού για τις εμπορικές εκπτώσεις
Με την υπ. αριθ. 418/V/2008 Απόφασή της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρέωνε τις εταιρίες εμπορίας σε πλήρη αναγραφή της χρονικής διάρκειας για την οποία θα δίνονται οι εκπτώσεις στα εκδιδόμενα από αυτές τιμολόγια πώλησης.
Επιπρόσθετα, οι τελευταίες υποχρεώθηκαν να μην συνδέουν στο εξής τη χορήγηση εκπτώσεων με την εξόφληση των ποσών πιθανών επενδύσεων που πραγματοποιούνται από αυτές προς τις επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας (πρατήρια). Ωστόσο, τα ανωτέρω δύο προτεινόμενα μέτρα δεν υιοθετήθηκαν τελικά με την τροποποιητική απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, αφενός λόγω των δυσχερειών (από πλευράς μηχανογραφικών και λογιστικών συστημάτων) ως προς την τεχνική δυνατότητας αναγραφής της χρονικής διάρκειας των εκπτώσεων, και αφετέρου λόγω της ανησυχίας για την ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους σε θέματα ελευθερίας συμβάσεων.
109. Σύμφωνα με την έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης, περίπου 20% των συμβάσεων μεταξύ των πρατηριούχων και των εταιριών εμπορίας δεν είναι γραπτές, αλλά συνιστούν προφορικές συμφωνίες. Η ύπαρξη προφορικών συμφωνιών εγείρει σημαντικά ζητήματα ως προς τη διαφάνεια και τους όρους συνεργασίας των δύο μερών (τιμές, εκπτωτική και πιστωτική πολιτική), ενώ παράλληλα ενδέχεται να εντείνει τις πιέσεις από τις εταιρίες εμπορίας προς τους πρατηριούχους. Για το σκοπό αυτό, προτείνεται η υποχρέωση τήρησης γραπτών συμβάσεων μεταξύ των εταιριών εμπορίας και των επιχειρήσεων λιανικής διάθεσης που διαθέτουν σήμα (branded). Σημειωτέον ότι, τόσο από τις διατάξεις του Συντάγματος, όσο και από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, κατοχυρώνεται η ελευθερία των συμβάσεων μεταξύ των μερών εν γένει. Πλην όμως, συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι έγγραφες συμφωνίες λειτουργούν επιβοηθητικά ως προς την ασφάλεια δικαίου και την ασφάλεια των συναλλαγών. Συναφώς, η υποχρέωση τήρησης έγγραφων συμβάσεων είναι κρίσιμη ως προς τη διαφάνεια των συμβατικών όρων, καθώς και ως προς τον βέλτιστο κρατικό έλεγχο του νομίμου των συναλλαγών .
110. Κατά την κρίση των μελών της Επιτροπής, η συμβολαιοποίηση των σχέσεων εταιριών εμπορίας και πρατηριούχων κατά τον ως άνω προτεινόμενο τρόπο, με την πρόβλεψη δηλαδή επιμέρους όρων σχετικά με την εκπτωτική πολιτική των εταιριών εμπορίας (και ιδίως την αναδρομικότητα των χορηγούμενων από αυτές εκπτώσεων), καθώς και σχετικά με την απόσβεση τυχόν επενδύσεων, θα συμβάλει θετικά στην αποτελεσματική οργάνωση της αγοράς, την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών από μέρους των εταιριών εμπορίας, και την ένταση της ανταγωνιστικής πίεση που δύναται να ασκήσουν οι πελάτες τους.
111. Άλλωστε, ζητήματα συμβολαιοποίησης συμβατικών σχέσεων έχουν τεθεί και στο πλαίσιο άλλων κλάδων της οικονομίας (π.χ. αγροτικός/γαλακτοκομικός τομέας, αγορές ανταλλακτικών αυτοκινήτων – ακόμη και σε ενωσιακό επίπεδο), σε μία προσπάθεια να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη των αδύναμων μερών της συμβατικής σχέσης και να ενταθεί η αντισταθμιστική τους ισχύς. Αντίστοιχοι λόγοι συντρέχουν, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, και στην περίπτωση των πρατηριούχων έναντι των εταιριών εμπορίας. Πολλώ δε μάλλον, όταν οι προαναφερόμενοι παράγοντες προς ειδικότερη ρύθμιση (αναδρομικές εκπτώσεις και λοιπές παροχές, απόσβεση τυχόν επενδύσεων) ενδέχεται να οδηγούν σε υπέρμετρη δέσμευση των πρατηριούχων στην πράξη και να εμποδίζουν την ευελιξία και κινητικότητά τους, μειώνοντας συνακόλουθα την αντισταθμιστική τους ισχύ. Στο πλαίσιο αυτό, και για τους ίδιους ουσιαστικά λόγους που αναφέρονται στην προγενέστερη υπ’ αριθ. 418/V/2008 Απόφασή της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προτείνει:
(α) Να θεσπιστεί η υποχρεωτική σύναψη γραπτών συμβάσεων μεταξύ εταιριών χονδρικής και λιανικής εμπορίας υγρών καυσίμων, στις οποίες θα αποτυπώνεται εκ των προτέρων, η πιστωτική πολιτική και η πολιτική παροχών και εκπτώσεων. Θα περιλαμβάνονται, επίσης, ρήτρες αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο απόσβεσης τυχόν επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τις εταιρίες εμπορίας προς τις επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας, και θα προσδιορίζονται κατά τρόπο διαφανή τυχόν επιπτώσεις της απόσβεσης του κόστους επενδύσεων στις πολιτικές παροχών και εκπτώσεων των εταιριών εμπορίας προς τις επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας.
(β) Να υποχρεωθούν οι εταιρίες εμπορίας υγρών καυσίμων να αναγράφουν τη χρονική διάρκεια για την οποία θα δίνονται οι εκπτώσεις στα εκδιδόμενα από αυτές παραστατικά έγγραφα.