Μελέτη του Πολυτεχνείου για την αγορά καυσίμων
Αν εξαιρέσει κανείς τη θεαματική αύξηση των τιμών, τα προβλήματα της αγοράς καυσίμων παραμένουν ίδια – και ανεπίλυτα – την τελευταία 7ετία.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μελέτη του Εργαστηρίου Τεχνολογίας Λιπαντικών και Καυσίμων του ΕΜΠ με θέμα την «Επισκόπηση της Αγοράς Πετρελαιοειδών στην Ελλάδα». Μπορεί η μελέτη να ολοκληρώθηκε το 2005, ωστόσο αν εξαιρέσει κανείς τις τιμές και τις επιχειρηματικές εξελίξεις στην αγορά (εξαγορές, συγχωνεύσεις, κλπ.) η δομή της ελληνικής αγοράς καυσίμων και, κυρίως, τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια.
Ειδικότερα, στα συμπεράσματα της μελέτης περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
-Η δυσχέρεια εισόδου στην αγορά της διύλισης πετρελαιοειδών μειώνει ή και ακόμα εξουδετερώνει οποιαδήποτε ανταγωνιστική πίεση από δυνητικούς ανταγωνιστές και ευνοεί το συντονισμό της συμπεριφοράς μεταξύ των δύο εταιρειών (ΕΛΠΕ και Μότορ Όιλ).
-Η δραστηριοποίηση δύο μόνο εταιρειών στην αγορά διύλισης ευνοεί τη δυνατότητα της εναρμόνισης της συμπεριφοράς τους και περιορίζει την πιθανότητα ανάπτυξης αυτόνομης και ανταγωνιστικής δραστηριότητας εκ μέρους των εταιρειών.
-Οι περιορισμοί του ανταγωνισμού στην αγορά χονδρικής εμπορίας πηγάζουν κυρίως από το καθεστώς τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας.
-Ο ανταγωνισμός φαίνεται να μην λειτουργεί ομαλά: Οι αρχικές (χονδρικές) τιμές έχουν μικρή διαφοροποίηση ανά νομό, οι εκπτώσεις παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των νομών. Δηλαδή, ο βασικός παράγοντας που διαμορφώνει τις τελικές τιμές πώλησης στους πρατηριούχους είναι οι εκπτώσεις.
-Οι περισσότερες εταιρίες εμπορίας δίνουν υψηλές εκπτώσεις σε κάποιους νομούς και χαμηλές σε άλλους. Ο τρόπος τιμολόγησης από κάθε εταιρία είναι αυθαίρετος.
-Η ένταση του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής πώλησης διαφοροποιείται σημαντικά ανά περιοχή.
Αναλυτική αναφορά περιλαμβάνει η έκθεση του ΕΜΠ και για τις συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας των εταιριών με τα πρατήρια και τις επιπτώσεις τους στις τιμές και τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη μελέτη:
-Οι συμβάσεις με τις εταιρείες εμπορίας δεσμεύουν υπέρμετρα τους πρατηριούχους, κάτι που οδηγεί σε έλλειψη κινητικότητας από μια εταιρεία σε άλλη και σε υψηλότερες τελικές τιμές καυσίμων (λεόντειες συμβάσεις).
-Ο πρατηριούχος υποχρεώνεται να καταβάλλει στην εταιρεία εμπορίας αποζημίωση ανά κυβικό καυσίμου όταν οι πωλήσεις του πρατηρίου ξεπερνούν τα όρια κατανάλωσης που προβλέπει η σύμβασή τους. Η αποζημίωση αυτή μπορεί να καταβάλλεται επιπλέον μηνιαίας αμοιβής που οφείλει να καταβάλει στην εταιρεία εμπορίας ο πρατηριούχος και επιπλέον του μηνιαίου μισθώματος που ο πρατηριούχος οφείλει στην εταιρεία εμπορίας για τον εξοπλισμό (το κόστος συντήρησης του εξοπλισμού το φέρει επίσης ο πρατηριούχος).
-Οι συμβάσεις περιλαμβάνουν υψηλές ποινικές ρήτρες που ο πρατηριούχος οφείλει να καταβάλει σε περιπτώσεις μη τήρησης κάποιου από τους όρους της σύμβασης, για την τήρηση της πλειοψηφίας των οποίων την ευθύνη φέρει ο πρατηριούχος και ότι η εταιρεία εμπορίας.
-Δεν ορίζεται στη σύμβαση ο τρόπος διαμόρφωσης των τιμών χονδρικής πώλησης, δηλαδή των τιμών στις οποίες η εταιρεία εμπορίας προμηθεύει τον πρατηριούχο με καύσιμα (μονομερής καθορισμός των τιμών χονδρικής από τις εταιρείες εμπορίας). Δεν προσδιορίζονται επίσης οι εκπτώσεις (τιμολογίου ή απολογιστικές) και οποιεσδήποτε άλλες παροχές προς τους πρατηριούχους.
-Οι συμβάσεις συχνά περιλαμβάνουν επαχθείς όρους και υψηλές ποινικές ρήτρες για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά του πρατηριούχου.
Στην έκθεση περιγράφονται επίσης τα δομικά προβλήματα του κλάδου που περιλαμβάνουν λαθρεμπόριο, νοθεία, εικονικές εξαγωγές, λαθρεμπόριο ναυτιλιακών καυσίμων, κ.α.
Δείτε ολόκληρη τη μελέτη εδώ .