Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το 2021 (αρχείο PDF – διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη του ΙΟΒΕ)
Τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας πετρελοειδών δημοσίευσε το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε μελέτη (βλ. αρχείο PDF) υπό τον τίτλο «Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2021», σημειώνοντας ότι οι πωλήσεις υγρών καυσίμων στα πρατήρια της χώρας το 2021 ήταν αυξημένες συγκριτικά με το 2020 (έτος περιορισμών στην μετακίνηση λόγω της πανδημίας) -με παράλληλη μείωση των εργαζομένων στον κλάδο.
Η αξία πωλήσεων των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών ενισχύθηκε σημαντικά το 2021 και διαμορφώθηκε στα 10,5 δισ. ευρώ έναντι 8,3 δισ. ευρώ το 2020, καταγράφοντας αύξηση 27,1 ποσοστιαίων μονάδων.
Ο όγκος πωλήσεων του κλάδου υποχώρησε το 2021 κατά 4,2% σε 11.179 χιλ. μετρικούς τόνους από 11.674 χιλ. μ.τ. το 2020, κάτι που οφείλεται στην εφαρμογή μέτρων περιορισμού οικονομικών δραστηριοτήτων και μετακινήσεων και τους πρώτους μήνες του 2021 για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού.
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η πτώση που καταγράφεται σε σύγκριση με το 2019 (13.503 χιλ. μ.τ.), πριν δηλαδή το ξέσπασπα της υγειονομικής κρίσης που οδήγησε στην πολύμηνη απραξία των ΙΧ.
Όγκος πωλήσεων πρατηρίων καυσίμων
Όσον αφορά τον συνολικό όγκο πωλήσεων αποκλειστικά των πρατηρίων υγρών καυσίμων, το 2021 αυτός ανήλθε σε 4.894 χιλ. μ.τ., σημειώνοντας ποσοστιαία άνοδο 1,4 μονάδων συγκριτικά με το 2020 (4.913 χιλ. μ.τ.), αλλά ήταν κατά πολύ μικρότερος συγκριτικά με το «προ-πανδημικό έτος» 2019 (5.438 χιλ. μ.τ.).
Πόσα πρατήρια υγρών καυσίμων υπάρχουν στην Ελλάδα;
Όσον αφορά τον αριθμό πρατηρίων υγρών καυσίμων στην Ελλάδα, αυτά το 2021 ανήλθαν σε 5.566, ήταν δηλαδή κατά 12,8% περισσότερα συγκριτικά με το 2020 (4.935 πρατήρια), φτάνοντας στα επίπεδα του 2019 (5.579 πρατήρια).
Στον αντίποδα, ο αριθμός των εργαζομένων το 2021 μειώθηκε κατά 2,4% σε σχέση με το 2020, από τους 1.777 στους 1.821. Το 2019 ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού ήταν ακόμα μεγαλύτερος φτάνοντας 1.860.

Η Μελέτη
Η αξία πωλήσεων των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών (τα σύνολα αναφέρονται μόνο στα 12 μέλη του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών) ενισχύθηκε σημαντικά το 2021 και διαμορφώθηκε σε €10,5 δισεκ. έναντι €8,3 δισεκ. το 2020, καταγράφοντας αύξηση κατά 27,1%. Παράλληλα, ο όγκος πωλήσεων υποχώρησε το 2021 κατά 4,2% (σε 11.179 χιλ. μετρικούς τόνους από 11.674 χιλ. μετρικούς τόνους το 2020) εξαιτίας της εφαρμογής μέτρων περιορισμού οικονομικών δραστηριοτήτων και μετακινήσεων και τους πρώτους μήνες του 2021 για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Επομένως, η αύξηση στην αξία των πωλήσεων το 2021, παρά τον μικρότερο όγκο πωλήσεων, οφείλεται στην άνοδο της μέσης τιμής πώλησης των προϊόντων.
Το συνολικό κόστος πωληθέντων, αυξήθηκε κατά 27,3% και διαμορφώθηκε το 2021 σε €10 δισ. από €7,9 δισ. το 2020. Το 64,3% του κόστους πωληθέντων αφορά στο κόστος εισαγωγής CIF, το οποίο –με δεδομένο ότι εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές των προϊόντων πετρελαίου– αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα μεταβολής του κόστους πωληθέντων το 2021. Οι δασμοί και φόροι με ποσοστό 34,7% αποτελούν τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του κόστους πωληθέντων, ενώ οριακή είναι η επίδραση των άμεσων εξόδων αγορών, που συμμετέχουν στο κόστος πωληθέντων με ποσοστό 0,9%. Η μικτή κερδοφορία του κλάδου ενισχύθηκε σημαντικά το 2021 σε €456,7 εκατ. από €367,8 εκατ. την προηγούμενη χρονιά (+24,2%). Οι υπόλοιπες δαπάνες των επιχειρήσεων του κλάδου –που σε πολύ μεγάλο βαθμό (68,6%) σχετίζονται με τα λοιπά λειτουργικά έξοδα και τις αμοιβές προσωπικού– διαμορφώθηκαν το 2021 σε €445,7 εκατ. σημειώνοντας οριακή αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (+0,1%). Αυτό οφείλεται στο ότι η μείωση των αποσβέσεων, των εργοδοτικών εισφορών και των έκτακτων και ανόργανων εσόδων αντισταθμίστηκε από την αύξηση στα λειτουργικά έξοδα και στις αμοιβές προσωπικού σχέση με τα επίπεδα του προηγούμενου έτους.
Αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας
Οι αριθμοδείκτες αποδοτικότητας παρέχουν πληροφόρηση για την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων και των στοιχείων του ενεργητικού των επιχειρήσεων και αποδίδουν ουσιαστικά την ικανότητα της διοίκησης να μεγιστοποιεί τα κέρδη με βάση τα συνολικά κεφάλαια που έχει η επιχείρηση στη διάθεση της. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων του επιλεχθέντος δείγματος χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι αριθμοδείκτες.
(α) Αποδοτικότητα Συνόλου Απασχολούμενων Κεφαλαίων: [Κέρδη (Ζημιές) προ Τόκων & Φόρων/Μ.Ο. διετίας Συνόλου Απασχολουμένου Κεφαλαίου]*100.
Ο αριθμοδείκτης αυτός δείχνει την αποδοτικότητα των κεφαλαίων των εξεταζόμενων εταιριών, ανεξάρτητα από τις πηγές προέλευσης των κεφαλαίων τους (ίδια και ξένα). Δηλαδή μετρά την ικανότητα των διοικήσεων των επιχειρήσεων να πραγματοποιήσουν κέρδη με βάση τα ίδια και ξένα κεφάλαια που έχουν στη διάθεση τους. Όσο υψηλότερη τιμή έχει ο αριθμοδείκτης τόσο αποδοτικότερη χρήση των διαθέσιμων κεφαλαίων κάνουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, και αντιστρόφως.
Η αποδοτικότητα του συνόλου των απασχολουμένων κεφαλαίων των εξεταζόμενων εταιριών την περίοδο 2000-2009 κυμαινόταν σε υψηλά επίπεδα (11,2% κατά μέσο όρο). Κατά την περίοδο 2010-2015 περιορίστηκε σημαντικά (1,9% κατά μέσο όρο). Από το 2016 και μέχρι το 2019 η αποδοτικότητα των απασχολούμενων κεφαλαίων βελτιώθηκε περαιτέρω. Ωστόσο, το 2020 οι ζημιές περιόρισαν τον δείκτη και τον διαμόρφωσαν σε οριακά αρνητικό επίπεδο. Το 2021, η αποδοτικότητα του συνόλου των απασχολούμενων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 5,8%, ως αποτέλεσμα της επιστροφής του κλάδου σε κερδοφορία.
(β) Αποδοτικότητα Ιδίων Κεφαλαίων προ & μετά από τους Φόρους: [Κέρδη (Ζημιές) προ Φόρων/Μ.Ο. διετίας Καθαρής Θέσης]*100 & [Κέρδη (Ζημιές) μετά από Φόρους/Μ.Ο. διετίας Καθαρής Θέσης] *100.
Ο αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων αναφέρεται στην αποδοτικότητα των κεφαλαίων τα οποία ανήκουν στους μετόχους των επιχειρήσεων, δηλαδή είναι ένα μέγεθος μέτρησης της αποτελεσματικότητας με την οποία αξιοποιούνται τα κεφάλαια των μετόχων.
Όσο υψηλότερη τιμή έχει ο αριθμοδείκτης τόσο αποδοτικότερη χρήση των ίδιων κεφαλαίων κάνουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, και αντίστροφα. Η διαφορά μεταξύ του αριθμοδείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων προ φόρων και αυτού μετά από τους φόρους εντοπίζεται στη χρήση του μεγέθους «κέρδη (ζημιές) προ φόρων» στη θέση του αριθμητή για τον υπολογισμό του πρώτου αριθμοδείκτη και αντίστοιχα στη χρήση του μεγέθους «κέρδη (ζημιές) μετά από φόρους» στη θέση του αριθμητή για τον υπολογισμό του δεύτερου.
Αναφορικά με την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων προ φόρων, η διαχρονική εικόνα του σχετικού δείκτη είναι παρόμοια με εκείνη του αριθμοδείκτη αποδοτικότητας του συνόλου των απασχολούμενων κεφαλαίων. Την περίοδο 2000-2009 κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα (18,5% κατά μέσο όρο), ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2010-2014 ο δείκτης σημείωσε αρνητικές τιμές (-6,4% κατά μέσο όρο). Το 2015, η επαναφορά του κλάδου σε οριακά κέρδη οδήγησε σε θετική αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων προ φόρων (+1,6%). Το 2016, η μικρή μείωση της καθαρής θέσης σε συνδυασμό με την αύξηση των κερδών προ φόρων οδήγησε στην περαιτέρω ενίσχυση του εν λόγω δείκτη (3,7%). Τα επόμενα έτη συνεχίστηκε η βελτίωση του δείκτη, ο οποίος έφτασε το 11,1% το 2018 και το 11,7% το 2019. Η ανοδική πορεία του δείκτη διακόπηκε το 2020, καθώς η έντονη μείωση των κερδών προ φόρων και η αισθητή υποχώρηση της καθαρής θέσης οδήγησαν εκ νέου σε αρνητική αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων προ φόρων (-6,8%). Το 2021, με την επιστροφή του κλάδου σε κερδοφορία, ο δείκτης διαμορφώθηκε σε 8,5%. Αντίστοιχα, ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων μετά από φόρους διαμορφώθηκε το 2021 σε 6,8% από -5,1% το προηγούμενο έτος.
Αριθμοδείκτες Κερδοφορίας
Για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την κερδοφορία των επιχειρήσεων του κλάδου χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι αριθμοδείκτες.
(α) Μικτό Περιθώριο Κέρδους: (Μικτά Κέρδη/Αξία Πωλήσεων)*100.
Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί ένδειξη της πολιτικής αγορών και πωλήσεων που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις. Μια υψηλή τιμή του δείκτη δείχνει την ικανότητα των επιχειρήσεων του κλάδου να επιτυγχάνουν χαμηλές τιμές αγοράς πρώτων υλών και υψηλές τιμές πώλησης για τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά.
Η τιμή του συγκεκριμένου δείκτη επηρεάζεται όπως είναι εύλογο από την τιμή πώλησης των προϊόντων καθώς και από το κόστος κτήσης τους. Στον υπολογισμό της τιμής πώλησης λαμβάνεται υπόψη το κόστος κτήσης του προϊόντος (από τα διυλιστήρια) και το περιθώριο κέρδους που ορίζει η επιχείρηση για το προϊόν (το οποίο εξαρτάται από τον βαθμό ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά). Στον υπολογισμό του κόστους κτήσης του προϊόντος εκτός από την τιμή αγοράς λαμβάνονται υπόψη οι φορολογικές και δασμολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλει το Κράτος (π.χ. ειδικός φόρος κατανάλωσης, τέλος Ρ.Α.Ε., τέλη Δ.Ε.Τ.Ε. κ.λπ.) καθώς και η μέθοδος αποτίμησης των αποθεμάτων (F.I.F.O., L.I.F.O., Μέσο Σταθμικό Κόστος) που ακολουθεί κάθε επιχείρηση.
Το μικτό περιθώριο κέρδους για το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ενώ την περίοδο 2000-2009 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στα επίπεδα του 8%, την περίοδο 2010-2015 περιορίστηκε στο ήμισυ περίπου (3,8% κατά μέσο όρο). Το 2016 ενισχύθηκε στο 5,2%, αλλά τα επόμενα έτη υποχώρησε σε 4,6% το 2017 και περαιτέρω σε 4,0% το 2018, με το 2019 να ανακάμπτει εκ νέου φτάνοντας το 4,3% και το 4,5% το 2020. Το 2021, το μικτό περιθώριο κέρδους υποχώρησε οριακά σε 4,4%.
Σε επίπεδο εταιριών, τα υψηλότερα ποσοστά μικτού περιθωρίου κέρδους το 2021 κατέγραψαν οι MELCO 21,5%), η ΒP Ελληνική (16,6%), η LPC (14,8%), η Coral Gas (10,4%) και η Shell & MoH Aviation (8,0%). Πρέπει όμως να σημειωθεί πως οι περισσότερες εταιρίες δραστηριοποιούνται στην εμπορία λιπαντικών και στην εμπορία καυσίμων αεροπλάνων, όπου τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εταιρίες που ως κύρια δραστηριότητα έχουν την πώληση καυσίμων για αυτοκίνητα (βενζίνες, πετρέλαιο κίνησης, υγραέριο κίνησης).
(β) Περιθώριο Κέρδους (Ζημιάς) προ φόρων: [Κέρδη (Ζημιές) προ Φόρων/Αξία Πωλήσεων]*100.
Ο λόγος των κερδών (ζημιών) προ φόρων προς τις πωλήσεις εκφράζει τον αριθμοδείκτη του περιθωρίου κέρδους (ζημιάς) προ φόρων. Ο συγκεκριμένος αριθμοδείκτης καταγράφει το ποσοστό κέρδους (ζημιάς) προ φόρων επί των πωλήσεων με συνυπολογισμό των λειτουργικών (αμοιβές προσωπικού, εργοδοτικές εισφορές κ.λπ.) και μη λειτουργικών εσόδων/εξόδων (έκτακτα έσοδα/έξοδα από συναλλαγματικές διαφορές, από προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις, από πωλήσεις παγίων, από κέρδη ή ζημιές που συμβαίνουν σπάνια και δεν σχετίζονται με την κατεξοχήν λειτουργία της επιχείρησης) καθώς και των καθαρών χρηματοοικονομικών εξόδων των επιχειρήσεων (διαφορά χρηματοοικονομικών εξόδων-εσόδων). Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης περιθωρίου κέρδους (προ φόρων), τόσο πιο επικερδής είναι η επιχείρηση ή η ομάδα επιχειρήσεων, και αντίστροφα.
Και σε αυτή την περίπτωση η εικόνα της διαχρονικής πορείας του αριθμοδείκτη δεν διαφοροποιείται σε σχέση με τους αριθμοδείκτες Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων προ και μετά από Φόρους, καθώς ενώ την περίοδο 2000-2009 το μέσο περιθώριο κέρδους προ φόρων ανήλθε σε +1,5%, την περίοδο 2010-2015 έγινε αρνητικό (-0,3% κατά μέσο όρο). Το 2016 ενισχύθηκε οριακά συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (+0,3%), ενώ το 2017 και το 2018 διαμορφώθηκε σε οριακά θετικό επίπεδο (0,6%) και διατηρήθηκε εκεί και το 2019 (0,7%). Το 2020, όμως μετά από 3 χρόνια σε οριακά θετικό επίπεδο, το περιθώριο κέρδους προ φόρων έγινε αρνητικό και διαμορφώθηκε στο -0,5%. Το 2021, με τη βελτίωση της κερδοφορίας του κλάδου ο δείκτης ενισχύθηκε στο 0,5%.
Σε εταιρικό επίπεδο, όλες οι εταιρίες, εκτός από δύο, εμφάνισαν το 2021 θετικό περιθώριο κέρδους προ φόρων, έστω και οριακά, με το υψηλότερο να καταγράφουν και πάλι κυρίως οι επιχειρήσεις ασχολούνται με την εμπορία λιπαντικών και την εμπορία καυσίμων αεροπλάνων, όπου τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εταιρίες του δείγματος, δηλαδή η Melco (11,2%) και η LPC (+5,2%), η BP Ελληνική (4,9%) και η Shell MoH Aviation (2,6%). Έπονται με χαμηλότερα ποσοστά οι Revoil (+0,7%) και Coral Gas (+1,4%). Στον αντίποδα, μηδενικό περιθώριο κέρδους προ φόρων εμφάνισε η AegeanOil και αρνητικό η ΕΚΟ (-0,2%)