Η κορύφωση των αυξήσεων και τα νέα περιοριστικά μέτρα της μετάλλαξης Όμικρον έχουν γονατίσει την αγορά της Κρήτης. Η υψηλή τιμή συμπιέζει υπερβολικά το κέρδος των πρατηριούχων και δημιουργεί μη βιώσιμα πρατήρια. Τα έξοδα έχουν υπερδιπλασιαστεί, η αύξηση του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος στο πρατήριο υπερβαίνει το 50%, ενώ παράλληλα και οι νέες διατάξεις αυξάνουν το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης.
Λόγω της υψηλής τιμής του πετρελαίου θέρμανσης, ολισθαίνει και το αντίστοιχο μερίδιο, που κάποτε αποτελούσε σωσίβιο αναπνοής για το πρατήριο. Είναι δεδομένο ότι τα πρατήρια με τις υπάρχουσες καταστάσεις δεν μπορούν να επιβιώσουν.
Παρακολουθούμε γενικότερα σε όλη την Ελλάδα πολλά πρατήρια, που ολοένα και πληθαίνουν, να πωλούν ανεξέλεγκτα σε τιμή κάτω του κόστους, δημιουργώντας αθέμιτο ανταγωνισμό.
Δήλωση του Νικόλαου Βελετάκη, προέδρου της Ένωσης Βενζινοπωλών Λέσβου – Λήμνου:
Επιβάλλεται να μειωθεί η φορολογία στα καύσιμα. Με την ακρίβεια που επικρατεί αλλά και ειδικά στην περιοχή μας με βάση την παράγοντα της παραμεθόριας και του μεταναστευτικού, θα έπρεπε να έχουμε μειωμένη φορολογία στα καύσιμα.
Ο Πρόεδρος της ΕΒ Λέσβου-Λήμνου Βελετάκης Νικόλαος
Άρθρο του Θέμη Κιουρτζή, προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ), στο τεύχος Ιανουαρίου 2022 του περιοδικού Logistics & Management.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτουμε σήμερα σχετικά με την αγορά του πετρελαίου, από τις 31-12-2020 έως τις 31-12-2021 είχαμε αύξηση στην τιμή του brent κατά 50% και στην τιμή διυλιστηρίου κατά 30%, ενώ στα πρατήρια η τιμή του πετρελαίου κίνησης αυξήθηκε κατά 26,9%. Δυστυχώς, για τους επαγγελματίες μεταφορείς το κόστος αυτής της αύξησης πολλές φορές δεν είναι δυνατό να μετακυληθεί στα καταναλωτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει τους ίδιους και τις επιχειρήσεις τους, δημιουργώντας τους ζητήματα επιβίωσης. Η ακριβή τιμή του πετρελαίου στη χώρα μας είναι απόρροια του υψηλού ειδικού φόρου κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), όπως και του υψηλού Φ.Π.Α. Και είναι σίγουρο ότι οι υψηλοί φόροι εντείνουν την παραβατικότητα στη διακίνηση των καυσίμων, με αποτέλεσμα ο έντιμος κάτοχος επαγγελματικού οχήματος να δέχεται αθέμιτο ανταγωνισμό από μεταφορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν πετρέλαιο που έχουν προμηθευτεί με διάφορες παραβατικές συμπεριφορές, το οποίο, όμως, είναι αρκετά φθηνότερο. Οι πρατηριούχοι συνεχώς γίνονται αποδέκτες τέτοιων καταγγελιών, τις οποίες βέβαια ο κλάδος μεταφέρει στις εκάστοτε κυβερνήσεις, χωρίς όμως να έχει κάποια σοβαρή αντιμετώπιση από τις αρμόδιες αρχές. Το φθηνότερο καύσιμο μαζί με τη διακίνηση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών χωρίς παραστατικά συνθέτουν ένα καταστροφικό μείγμα για τους συνεπείς επαγγελματίες μεταφορείς και πρατηριούχους. Οι ίδιοι, ωστόσο, με έκπληξη και οργή βλέπουν διαχρονικά την πολιτεία να μην κάνει το καθήκον της, απέχοντας από την αυτονόητη υποχρέωσή της να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα, τα οποία μάλιστα θα βοηθήσουν ώστε να εισρεύσουν εκατομμύρια ευρώ στα άδεια κρατικά ταμεία. Θεωρείται λογικό ένα μέρος των χαμένων εσόδων να επιστραφεί ως μείωση στους δυσβάσταχτους φόρους. Αξίζει να επισημανθεί, επίσης, ότι η πολιτεία δεν επέδειξε την πρέπουσα ευαισθησία για το κόστος αγοράς του πετρελαίου κίνησης, όπως έκανε αντιθέτως για τις αυξήσεις στις τιμές άλλων ενεργειακών προϊόντων, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο. Η πολιτεία γνωρίζει, ωστόσο, ότι από τα υγρά καύσιμα έχει έσοδα δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Να υπενθυμίσουμε ότι το ίδιο υψηλές τιμές είχαμε και τον Οκτώβριο του 2018, χωρίς και τότε να ληφθεί καμία μέριμνα από τις αρμόδιες αρχές –οι οποίες αντιμετώπισαν το πρόβλημα σαν να είναι κάτι φυσιολογικό που δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) έχει καταθέσει μέχρι σήμερα πολλές προτάσεις προς την πολιτεία για τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης των καυσίμων και για τον περιορισμό της παραβατικότητας, για τις οποίες προτάσεις όμως δεν υπήρξε ποτέ ανταπόκριση.
Σημαντικά μειωμένη είναι η κατανάλωση του πετρελαίου θέρμανσης στην περιοχή της Ροδόπης σε σχέση με πριν δύο χρόνια, λόγω της αύξησης της τιμής του, τόνισε στην ΕΡΤ Κομοτηνής και στην εκπομπή «Καθημερινές Ιστορίες» (14-1-2022) το μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας, Πρατηριούχων Ελλάδος, Γιώργος Τζαμπαζλής.
Όπως ανέφερε ο κ. Τζαμπαζλής από τον Μάιο του 2021 μέχρι σήμερα σημειώνεται μια αύξηση στην τιμή πώλησης του πετρελαίου θέρμανσης της τάξης του 25%, με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αντίστοιχα να έχει «εκτοξευθεί» κατά 70% πάνω, όπως και η τιμή του φυσικού αερίου. «Είναι παρά πολύ μεγάλη η διαφορά και πώς θα βγούμε όλοι μας;» αναρωτήθηκε ο κ. Τζαμπαζλής.
Παράλληλα, προέτρεψε τους αιρετούς εκπροσώπους που κατάγονται από τη Βόρεια Ελλάδα «και κατανοούν», όπως είπε, «καλύτερα τις ανάγκες του πληθυσμού της περιοχής, ότι δηλαδή έχουμε κρύο από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο, να προωθήσουν και να πετύχουν τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης οπωσδήποτε στην τιμή του καυσίμου». Υποστηρίζοντας τον πολύ απλό κανόνα της αγοράς ότι «όταν το προϊόν είναι φθηνό, υπάρχει ζήτηση, όταν το προϊόν είναι ακριβό δεν το πουλάς». Υπενθύμισε μάλιστα ότι όταν πριν δύο χρόνια σημειώθηκε πτώση στην τιμή πώλησης του πετρελαίου θέρμανσης η ζήτηση εκείνο το διάστημα ήταν πολύ μεγάλη.
Οι παραγγελίες για αγορά πετρελαίου θέρμανσης είναι μετρημένες στη Ροδόπη τον φετινό χειμώνα. «Μετρημένη» και η ποσότητα που προμηθεύονται οι κάτοικοι της Ροδόπης με ορίζοντα πάντα την κάλυψη των αναγκών για δέκα ημέρες έως ένα μήνα. «Δεν υπάρχουν χρήματα. Οι μισθοί παρέμειναν στα ίδια επίπεδα, ωστόσο, στις τιμές των προϊόντων σημειώθηκαν μεγάλες αυξήσεις» είπε ο κ. Τζαμπαζλής. Με τις τιμές πώλησης του πετρελαίου στα: 1,17-1,16-1,18 (ανάλογα με τα λίτρα προμήθειας, άλλοτε 200 και άλλοτε 300 ή 500) και με αυξημένες τις τιμές πώλησης και των άλλων επιλογών -pellet και ξυλεία- οι κάτοικοι της περιοχής αυτόν τον χειμώνα σίγουρα δεν έχουν περιθώρια επιλογών. «Πέρσι πουλούσαμε pellet καλής ποιότητας, δηλαδή, 5 ευρώ το σακί, τώρα τα πουλάμε 6,50» είπε ο κ. Τζαμπαζλής.
Παράλληλα, στάθηκε σε μικρές αλλά αποκαλυπτικές αλλαγές που έχουν σημειωθεί: Όπως για παράδειγμα τη μείωση των ωρών θέρμανσης σε μια κατοικία. «Πιστεύω ότι απουσιάζει η ζέστη από τα σπίτια» είπε και περιέγραψε το σύνηθες «σκηνικό» των παραδόσεων: «Στις παραδόσεις συναντάμε ηλικιωμένους με δύο και τρία μπουφάν σε σπίτια χωρίς ζέστη». Καλώντας για μια ακόμη φορά την πολιτεία «να κατεβάσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες».
Παγωμένη παραμένει η αγορά του πετρελαίου θέρμανσης παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες όπως είπε μιλώντας στον Focus FM και στη δημοσιογράφο Δέσποινα Μποτίτση ο πρόεδρος της ΠΟΠΕΚ, Θέμης Κιουρτζής.
«Το επίδομα θέρμανσης δεν κατάφερε να γεμίσει τις δεξαμενές, οι επιδοτήσεις δεν αντιστοιχούν ούτε στο 1/3» τόνισε. «Οι παραγγελίες μετά τις γιορτές έχουν μειωθεί σε ποσότητες. Βλέπουμε δηλαδή παραγγελίες για 200 ευρώ. Συγκεντρώνουν χρήματα, ότι μπορούν τα νοικοκυριά και βάζουν λίγα λίγα τα λίτρα, αυτή είναι η πραγματικότητα».
Ο κ. Κιουρτζής επεσήμανε την ανάγκη μείωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Η τιμή των καυσίμων στην Ελλάδα αποτελεί πάντα ένα ζήτημα-«φωτιά» για επιχειρήσεις και νοικοκυριά τα οποία βλέπουν την αμόλυβδη να βρίσκεται στα επίπεδα του 1,770 ευρώ το λίτρο έχοντας σημειώσει μια αύξηση της τάξης περίπου των 30 λεπτών σε σχέση με τις αρχές του χρόνου καθώς η μέση τιμή την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου ήταν της τάξης των 1,483 λεπτά το λίτρο.
Το Newsbomb.gr μίλησε με τους δύο βασικούς θεσμικούς εκπροσώπους του κλάδου, τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδας (ΟΒΕ), Μιχάλη Κιούση, και τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ), Θέμη Κιουρτζή, επιχειρώντας να ρίξει φως στα μυστικά της τιμής των καυσίμων αλλά και στο πώς μπορεί να προστατευτεί ο καταναλωτής από τους επιτήδειους.
Κοινή συνισταμένη και των δύο ήταν αφενός ότι τα καύσιμα είναι υπερφορολογημένα στην Ελλάδα – «από το 2010» τονίζει στο Newsbomb.gr ο κ. Κιούσης – και αφετέρου ότι οι έλεγχοι είναι ελλιπείς και σίγουρα «πίσω» σε σχέση με την παραβατικότητα η οποία, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΠΟΠΕΚ, κινείται στα επίπεδα του 5% όσον αφορά τα πρατήρια και του 10% όσον αφορά τον όγκο των καύσιμων που διακινούνται στην αγορά. «Και το 5% είναι τεράστιος αριθμός γιατί είναι ικανό να επηρεάσει μια αγορά» εξηγεί ο κ. Κιουρτζής.
Όσον αφορά την πορεία της τιμής των καυσίμων ο Μιχάλης Κιούσης εξήγησε ότι «το πετρέλαιο είναι ένα χρηματιστηριακό προϊόν και όποιος κάνει εκτίμηση πέφτει έξω. Υπάρχει το τελευταίο διάστημα μια σταθεροποίηση, δεν έχουμε το ράλι που υπήρξε τους πρώτους μήνες του 2021. Ας ελπίζουμε ότι θα υπάρξει μια διεθνής αποκλιμάκωση». «Τη διαφορά δεν θα την κάνουν τα 7 ή τα 8 σεντς ανά λίτρο. Για την αγοραστική δύναμη που έχουν οι Έλληνες η τιμή των καυσίμων θα έπρεπε να είναι στα 1,35 ευρώ/λίτρο» πρόσθεσε ο κ. Κιούσης.
Ο Θέμης Κιουρτζής από την πλευρά του σημειώνει ότι «αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουν οι καταναλωτές είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει χρονοκαθυστέρηση ανάμεσα στην τιμή του αργού πετρελαίου και στην τελική τιμή των καυσίμων στα πρατήρια. Και η χρονοκαθυστέρηση αυτή είναι μεγαλύτερη στην αύξηση και μικρότερη στη μείωση».
Το δεύτερο που ρωτήσαμε τους δύο πρόεδρους των ενώσεων που εκπροσωπούν τους βενζινοπώλες στην Ελλάδα είναι το πώς εξηγείται η απόκλιση στι τιμές των καυσίμων ανάμεσα και σε πρατήρια στον ίδιο δρόμο. «Η φτηνή ή η ακριβή τιμή μπορεί να είναι αποτέλεσμα λάθος ανταγωνισμού. Είναι προϊόν όχι υγιούς ανταγωνισμού» σχολίασε ο πρόεδρος της ΟΒΕ. «Οι πολύ φθηνές τιμές δεν έχουν λογική κέρδους και αυτό κάποιον θα πρέπει να τον απασχολεί» δήλωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΠΟΠΕΚ.
Και οι δύο, πάντως, αυτό που κάλεσαν τους καταναλωτές είναι να μην παρασύρονται από την χαμηλή τιμή ή και από την υψηλή τιμή. «Δεν έχει λογική να δουλεύει κανείς χωρίς περιθώριο κερδών» σημειώνει με νόημα ο Θέμης Κιουρτζής προσθέτοντας ότι το τελευταίο διάστημα οι καταναλωτές δείχνουν να επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από το ύψος της τιμής για το πιο πρατήριο θα επιλέξουν. «Ο καταναλωτής καλό είναι να εμπιστεύεται τον πρατηριούχο της γειτονιάς. Καλό είναι να μην ψάχνει μόνο με κριτήριο την τιμή. Δεν είναι το κριτήριο μόνο η τιμή» προσθέτει ο Μιχάλης Κιούσης.
«Το σημαντικό στην αγορά, όμως, είναι να είναι το καύσιμο νόμιμο. Η αγορά έχει πολύ σοβαρά προβλήματα νομιμότητας και το κράτος απέχει από το να μειώσει την παραβατικότητα που αυξάνεται. Και αυτό για τον καταναλωτή σημαίνει να τον κλέβουν στην αντλία, να του πουλάνε λαθραίο καύσιμο ή να του πουλάνε νοθευμένο καύσιμο» προσθέτει με νόημα ο πρόεδρος της ΠΟΠΕΚ τονίζοντας ότι αυτό που διεκδικούν και οι δύο ομοσπονδίες είναι «η νομιμότητα».
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΟΒΕ «επειδή η τεχνολογία προχωράει πρέπει να γίνουν και πιο ποιοτικοί έλεγχοι. Οι έλεγχοι σε όλο τον κλάδο πρέπει να γίνουν ποιοτικοί» με τον πρόεδρο της ΠΟΠΕΚ να τονίζει ότι «υπάρχει δυσαρμονία στους ελέγχους. Τα μεγάλα «ψάρια» δεν πιάνονται και εκεί φέρουν την ευθύνη οι ελεγκτικές αρχές». Παράλληλα ο Θέμης Κιουρτζής επικρίνει τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της αντιμετώπισης των μεγάλων παραβατών και των μικρών παραβατών λέγοντας ότι «το υπουργείο Οικονομικών δικαιολογείται για τη μη δημοσιοποίηση των στοιχείων των μεγάλων λαθρεμπόρων τα προσωπικά δεδομένα ενώ το υπουργείο Ανάπτυξης την ίδια ώρα δημοσιοποιεί όλα τα στοιχεία όσων κάνουν μικροπαραβάσεις».
Από την πλευρά της η κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει στη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τα καύσιμα έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της την απώλεια εσόδων που θα φέρει μια τέτοια κίνηση για τα δημόσια ταμεία.
Εν όψει της εκκίνησης διάθεσης πετρελαίου θέρμανσης για τη χειμερινή περίοδο 2021-2022, ο πρόεδρος της ΠΟΠΕΚ, Γιώργος Ασμάτογλου, θέτει για άλλη μία φορά δημόσια το ζήτημα της συνολικής μείωσης της φορολογίας στα καύσιμα, μιλώντας στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ (8.10.2021) με την Σταυρούλα Χριστοφιλέα.
Η μείωση των φόρων στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης αποτελεί πάγιο και δίκαιο αίτημα όχι μόνο των πρατηριούχων καυσίμων, αλλά και των καταναλωτών, καθώς θα αποκαθιστούσε την αδικία για τους Έλληνες που πληρώνουν από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα:
■ Θα μειώσει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς των προϊόντων βελτιώνοντας συνολικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
■ Θα επιτρέψει σε χιλιάδες νοικοκυριά να καλύψουν τις ανάγκες θέρμανσης με οικονομικό τρόπο τον χειμώνα.
■ Θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
«Αν ένα μέσο νοικοκυριό έβαζε πέρυσι 1.000 λίτρα πετρέλαιο και κρύωνε, γιατί αυτή η ποσότητα δεν επαρκεί, και πλήρωνε περίπου 800 ευρώ, φέτος θα πληρώσει 1.200 ευρώ και θα κρυώνει περισσότερο αν ο χειμώνας αποδειχτεί βαρύς». Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) Γιώργος Ασμάτογλου είναι από τα πρόσωπα που έχουν «βγει στα κάγκελα» αυτές τις ημέρες, υπογραμμίζοντας τον δραματικό χαρακτήρα της ενεργειακής κρίσης και την ανάγκη για λήψη δραστικών μέτρων.
Οσο πλησιάζουμε στις 15 Οκτωβρίου, την ημερομηνία που ξεκινά η διάθεση του πετρελαίου θέρμανσης με τον προσαρμοσμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης για τη χειμερινή περίοδο, τόσο πιο δυσοίωνες γίνονται οι προβλέψεις για το μέγεθος της οικονομικής επιβάρυνσης για τα νοικοκυριά. Η εκρηκτική άνοδος στις παγκόσμιες τιμές του αργού πετρελαίου συμπαρασύρει τις τιμές της λιανικής πώλησης σε δυσθεώρητα ύψη.
Σύμφωνα με την ΠΟΠΕΚ αναμένονται αυξήσεις 35-40%, καθώς από 80 λεπτά το λίτρο πέρυσι, φέτος το πετρέλαιο θέρμανσης θα ξεπεράσει τα 1,10 ευρώ στην Αττική, το 1,20 ευρώ στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα και το 1,35 ευρώ στη νησιωτική Ελλάδα (πλην των νησιών του Β. Αιγαίου με καθεστώς μειωμένου ΦΠΑ).
Οι πρατηριούχοι ζητάνε επειγόντως μείωση του ΦΠΑ, ακόμα και κάτω από το επίπεδο του 17% που ισχύει σε Λέρο – Μυτιλήνη – Χίο – Σάμο – Κω, ώστε να εξισορροπηθεί μέρος των ανατιμήσεων. Θεωρούν ότι οι εξαγγελίες για αύξηση του επιδόματος θέρμανσης δεν επαρκούν και ζητάνε οριζόντια μέτρα, όπως η δραστική μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, υπενθυμίζοντας ότι ώς το 2011 ήταν 60 ευρώ/1.000 λίτρα ενώ σήμερα έχει εκτοξευτεί στα 280 ευρώ.
Ιλιγγιώδεις αναμένονται οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο, ξεπερνώντας το 100% σε διάστημα μόλις δύο μηνών. Ενδεικτικά, στέλεχος μεγάλης εταιρείας προμήθειας και εμπορίας φυσικού αερίου αναφέρει ότι ήδη οι τιμές στις καταναλώσεις Οκτωβρίου ξεπερνάνε τα 0,07 ευρώ την κιλοβατώρα για τη χονδρεμπορική, ενώ η κατανάλωση για το οικιακό τιμολόγιο είναι περίπου 0,08 λεπτά και ενδέχεται να αυξηθεί. Τον Αύγουστο του 2021 ήταν 0,048 λεπτά, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2020 κυμαινόταν μεταξύ 0,01 και 0,02 ευρώ, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της πανδημίας.
Ακριβαίνει και η βιομάζα
Τσιμπημένες αναμένονται και οι τιμές του πέλετ – της βιομάζας από ξύλο, που για πολλά νοικοκυριά αποτελεί εναλλακτική πηγή θέρμανσης ως πιο οικονομική λύση. Σύμφωνα με μεγάλη εταιρεία βιοκαυσίμων της Βόρειας Ελλάδας, πέρυσι οι τιμές διάθεσης πέλετ ήταν 240-250 ευρώ τον τόνο, φέτος τον Αύγουστο έφτασαν στα 280-300 ευρώ τον τόνο και αναμένεται να αυξηθούν. Στην κεντρική Ελλάδα το πέλετ είναι πιο ακριβό, φτάνοντας ώς και 350 ευρώ τον τόνο.
Η άνοδος της τιμής αποδίδεται στις ελλείψεις βιομάζας από τις εξαγωγικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία) των οποίων η παραγωγή δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς. Η απόδοση του πέλετ σε σύγκριση με το πετρέλαιο είναι περίπου το 50%, άρα ακόμα και με την αύξηση η τιμή κρίνεται συμφέρουσα, σύμφωνα πάντα με τους προμηθευτές βιομάζας.
Τα πρατήρια καυσίμων καλούνται να αντεπεξέλθουν στις ιδιαίτερες συνθήκες που επέβαλε η υγειονομική κρίση και στις προκλήσεις που θέτει η ενεργειακή μετάβαση και για το λόγο αυτό πρέπει να στηριχθούν από τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, αναφέρει μιλώντας στο insider.gr ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ), Γιώργος Ασμάτογλου.
Κατά την τελευταία τριετία τα πρατήρια διέρχονται έναν ευρύ μετασχηματισμό στο πλαίσιο της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια και πλέον θα προσφέρουν ένα «μπουκέτο» προϊόντων από εναλλακτικά καύσιμα μέχρι υποδομές φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων ενώ διευρύνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες με δυνατότητες αγοράς ενεργειακών πακέτων, εξόφλησης λογαριασμών, παραλαβής δεμάτων αλλά και on spot αγοράς προϊόντων. Αυτό προϋποθέτει ένα μαζικό lifting για τα πρατήρια, κάτι που τους τελευταίους μήνες επισημαίνει εντατικά η ΠΟΠΕΚ προς τα αρμόδια υπουργεία. Πρόσφατα, η διοίκηση της Ομοσπονδίας έκανε μία ακόμη υπενθύμιση στο υπουργείο Ανάπτυξης να ενταχθούν τα πρατήρια καυσίμων στο ΕΣΠΑ της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027, κάτι που όπως επισημαίνει ο κ. Ασμάτογλου είχε θετική ανταπόκριση.
«Τα πρατήρια καυσίμων έχουν γίνει ενεργειακά πρατήρια, καλύπτουν την ηλεκτροκίνηση, την υγραεριοκίνηση, το φυσικό αέριο. Μέχρι σήμερα οι πρατηριούχοι είχαν βάλει βαθειά το χέρι στην τσέπη καθώς δεν είχαν ενταχθεί σε ΕΣΠΑ. Ξεκινήσαμε αυτή τη διαδικασία προκειμένου να δικαιωθούν Έλληνες επιχειρηματίες. Πρόκειται για ΜμΕ οι οποίες έχουν χτυπηθεί από το lockdown που επέβαλε η υγειονομική κρίση. Και ενώ ο τζίρος έπεσε κατακόρυφα, οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε να αντεπεξέρχονται σε έξοδα που ήταν ανελαστικά», σημειώνει ο κ. Ασμάτογλου.
Προσδοκία των επιχειρηματιών του κλάδου, είναι, σύμφωνα με τον κ. Ασμάτογλου να μην εισέλθουμε σε ακόμη μία ύφεση με νέα lockdown ενώ σημειώνει ότι προκειμένου να αντέξει ο κλάδος πρέπει να υπάρξει και πρόνοια για τα ποσά από την ενίσχυση της επιστρεπτέας προκαταβολής τα οποία όπως υπογραμμίζει είναι δύσκολο να επιστραφούν.
Τις αιτίες που έχουν προκαλέσει τις μεγάλες αυξήσεις που καταγράφουν οι τιμές στα καύσιμα αρίθμησε ο Γιώργος Ασμάτογλου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα. Μάλιστα ο κ. Ασμάτογλου διαπίστωσε ότι από την αρχή του έτους έχουμε μια αύξηση στην τιμή της αμόλυβδης βενζίνης της τάξης του 20%. «Πράγματι υπάρχει μια μεγάλη ανοδική πορεία των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου. Βέβαια είναι δύο δυσανάλογα πράγματα, το διυλισμένο προϊόν και το αδιυίλιστο, καθώς μεταξύ τους υπεισέρχονται πολλές παράμετροι που διαμορφώνουν την τιμή του. Δεν είναι μόνο η ζήτηση αλλά και το γεγονός ότι είναι χρηματιστηριακό προϊόν και αυτό επιδρά στην τελική διαμόρφωση της τιμής του», εξήγησε ο κ. Ασμάτογλου. Θα δούμε αυξήσεις λοιπόν, αλλά δεν θα είναι ανάλογες, σημειώνει ο κ. Ασμάτογλου και διευκρινίζει ότι οι αυξήσεις του αργού πετρελαίου είναι πολύ περισσότερες που αυτές που παρουσιάζει το διυλισμένο, το οποίο μπορεί να μην αυξηθεί περισσότερο, γιατί οι αυξήσεις του αργού μπαίνουν μέσα στη τιμή προ φόρων, ενώ υπενθυμίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν υψηλοί φόροι κατανάλωσης που επιβαρύνονται και με ΦΠΑ.