«Η Τουρκία ρίχνει λάδι στη φωτιά της Συρίας».
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου παρήλθαν – με την ανάκτηση της περιπόθητης αυτοδυναμίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου παρήλθαν – με την ανάκτηση της περιπόθητης αυτοδυναμίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η Σύνοδος Κορυφής της G20 στην Αττάλεια επίσης παρήλθε – δίνοντας μεταξύ άλλων στον Τούρκο πρόεδρο Tayyip Erdogan την ευκαιρία για ιδιαίτερες συνομιλίες με τον Barack Obama. Πλέον, η Τουρκία είναι σε θέση να προωθήσει περισσότερο εντατικά τις επιδιώξεις της στην κρίση της Συρίας, που έχουν πάντοτε να κάνουν με την την δημιουργία “ασφαλούς ζώνης”, υποτίθεται για την αποκατάσταση των Σύρων προσφύγων, στα 98 χιλιόμετρα της τουρκο-συριακής μεθορίου δυτικά του Ευφράτη, που δεν ελέγχονται από τις δυνάμεις των Κούρδων μαχητών του PYD, και σε βάθος 40 χιλιομέτρων.
Την δυνατότητα να προωθήσει το τυχοδιωκτικό αυτό σχέδιο η Άγκυρα την αποκτά από τη σύμπτωση πολλών παραγόντων. Ως “τροχονόμος” των προσφυγικών ροών έχει θέσει σε μιαν ιδιόμορφη εξάρτηση την Ευρώπη, εξασφαλίζοντας ενός είδους πολιτική ασυλία. Ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, η οποία αποκατέστησε το επίπεδο συνεννόησης της με τις ΗΠΑ καθίσταται αναντικατάστατη για την υλοποίηση της όποιας απάντησης της Δύσης προς τη ρωσική επέμβαση στη Συρία. Το δε ψήφισμα 2249 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε ομόφωνα στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων του Παρισιού νομιμοποιεί την Άγκυρα (όπως και οποιονδήποτε άλλον ενδιαφερόμενο) να κινηθεί κατά το δοκούν: το ψήφισμα αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στις κυβερνήσεις της Συρίας και του Ιράκ, σαν οι χώρες αυτές να ήταν απλώς ένα ελεύθερο πεδίο βολής, ενώ καλεί κάθε κράτος “το οποίο έχει τη δυνατότητα” να “λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο” κατά του Ισλαμικού Κράτους στα εδάφη που αυτό ελέγχει – χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένη στοχοθεσία και συγκεκριμένος συνασπισμός που θα αναλάβει αυτό το έργο.
Η προσπάθεια συνεπώς να διατηρηθεί το κεκτημένο της διαίρεσης της Συρίας και της απονομιμοποίησης της εξουσίας του Assad αποκτά νέα ορμή, ενώ αντίθετα η φιλοδοξία της Μόσχας να υποχρεώσει τις χώρες της Δύσης να συντονίσουν τη δράση τους με τις ρωσικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή πλήττεται – με την ψήφο της ίδιας της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι ακριβώς το ανέβασμα των τόνων μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας – με αφορμή τις επιχειρήσεις που διεξάγει ο κυβερνητικός στρατός της Συρίας σε περιοχές που κατοικούνται από την τουρκομανική κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τουρκική διπλωματία προχώρησε την Παρασκευή σε ένα σκληρά διατυπωμένο διάβημα, απειλώντας τη Ρωσία με “σοβαρές επιπτώσεις”, εάν δεν τερματίσει τις επιχειρήσεις της στην περιοχή κοντά στα τουρκο-συριακά σύνορα, όπου κατοικούν οι Τουρκομάνοι.
Είναι ένα ερώτημα αν η κίνηση αυτή αποτελεί απλώς τακτικό ελιγμό ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο κατά την Άγκυρα διαπραγματευτικό κλίμα ενόψει της επίσκεψης του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Sergey Lavrov στη γείτονα την Τετάρτη ή υποδεικνύει ευρύτερη αλλαγή στάσης. Οι διαθέσιμες ενδείξεις υποδεικνύουν το δεύτερο: την ώρα που ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός κινητοποιείται για την φιλοξενία των πρώτων 1.500 Τουρκομάνων προσφύγων που πέρασαν τα σύνορα (και εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να φθάσουν σε αριθμό τις 35.000 το επόμενο διάστημα), η τουρκομανική ταξιαρχία “Σουλτάν Μουράτ” και το “Μέτωπο της Δαμασκού” της συριακής αντιπολίτευσης συγκρούονται με κυβερνητικά στρατεύματα ενώ κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο των χωριών Harcele και Delha από το Ισλαμικό Κράτος, με την αεροπορική υποστήριξη δυνάμεων των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Η φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα Sabah χαιρέτισε το γεγονός ως το πρώτο βήμα για την δημιουργία μιας “ελεύθερης από το Ισλαμικό Κράτος ζώνης” στη βόρεια Συρία, που θα εγγυηθεί την ασφάλεια των τουρκικών συνόρων.
Ο δε στρατηγός John Allen, συντονιστής μέχρι πρότινος του υπό τις ΗΠΑ διεθνούς συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους (και άρα συνομιλητής της Τουρκίας για την διάθεση της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ τον περασμένο Ιούλιο) προανήγγειλε σε ομιλία του στον Καναδά κοινές επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων των δύο χωρών, σε συνεργασία με τους Κούρδους μαχητές του βόρειου Ιράκ (αποκλειομένου προφανώς του PYD, το οποίο για την Άγκυρα δεν είναι παρά το συριακό παρακλάδι του ΡΚΚ).για τη δημιουργία της περιλάλητης “ασφαλούς ζώνης” στα 98 χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη.
Μάλιστα, ο πρόεδρος της Συνέλευσης των Τουρκομάνων της Συρίας Abdurrahman Mustafa ζήτησε, σύμφωνα με την αγγλόφωνη ηλεκτρονική έκδοση της Hurriyet, την παράδοση στους μαχητές του από την Τουρκία και τον υπό τις ΗΠΑ συνασπισμό αντιαεροπορικών όπλων προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιδρομές των ρωσικών αεροσκαφών.
Όλα αυτά, την ώρα που ερευνητική μελέτη του Institute for the Study of Human Rights του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, υπογραφόμενη από τον David L. Phillips, καταγράφει εξαντλητικά τις καταγγελίες (του Τύπου και της αντιπολίτευσης της Τουρκίας, καθώς και ιθυνόντων ή μέσων ενημέρωσης τρίτων χωρών) για παντοειδή ενίσχυση των τζιχαντιστών από το τουρκικό κράτος, είτε αυτό αφορά την ανοχή στην εισροή εθελοντών μαχητών στη Συρία, είτε την αποστολή φορτίων εξοπλισμού από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, την διακίνηση της πετρελαϊκής παραγωγής του Ισλαμικού Κράτους, την περίθαλψη τραυματιών, ακόμη και κοινές επιχειρήσεις σε στρατιωτικό πεδίο. Η ειρωνεία του λεγόμενου “αγώνα κατά της τρομοκρατίας΄’ φαντάζει ανεξάντλητη.
(του Κώστα Ράπτη, capital.gr)