“Νέες Προοπτικές και Ευκαιρίες για τον Ενεργειακό Τομέα στην Μετά Κορωνοϊό Εποχή”.
Του Κ.Ν. Σταμπολή.
Προς το παρόν η όλη συζήτηση στο ενεργειακό στερέωμα επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην ζήτηση και τις μεγάλες η μικρές επιπτώσεις που έχει η μείωση της στην λειτουργία της αγοράς και στην οικονομική κατάσταση των ίδιων εταιρειών. Ο κλάδος του πετρελαίου έχει πληγεί ιδιαίτερα αφού η υπερπροσφορά και οι υπερπλήρεις δεξαμενές οδήγησαν στην κατάρρευση των διεθνών τιμών, από τα $70 το βαρέλι στις αρχές του έτους στα $18 σήμερα για το Brent και στα $12 για το Αμερικανικό WTI το οποίο μάλιστα προς στιγμή (στις 20/4) μηδενίσθηκε και κινήθηκε σε αρνητικό έδαφος.
Η λεπτή σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έχει διαρραγεί με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) να προβλέπει ότι τον Απρίλιο το πλεόνασμα σε παγκόσμιο βάση θα διαμορφωθεί στο απίστευτο επίπεδο των 29,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ βάσει προβολής σε ετήσια αυτό θα φθάσει στα 9,3 εκατ. βαρέλια για όλο το 2020! Αυτά είναι πρωτάκουστα νούμερα και συνιστούν τεράστιες αποκλίσεις σε μια παγκόσμιο αγορά της τάξης των 100 εκατ. βαρ/ημέρα. Οι δε οικονομικές επιπτώσεις για τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις, από τους μεγάλους καθετοποιημένους ομίλους μέχρι τα πρατήρια, είναι οδυνηρές και έχουν οδηγήσει στο πάγωμα των επενδύσεων, σε ζημιές και στην εσωστρέφεια.
Για τους κλάδους του ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου οι επιπτώσεις από την κρίση του κορωνοϊού και την απότομη μείωση της ζήτησης είναι σαφώς λιγότερο επιβλαβείς αφού αυτή κυμαίνεται σε ένα εύρος 5% – 15% ανάλογα με τα καύσιμα και τη χρονική περίοδο. Πλέον σοβαρά είναι τα προβλήματα ρευστότητας που έχουν δημιουργηθεί σε πολλούς παρόχους λόγω της αντικειμενικής δυσκολίας μεγάλου τμήματος των καταναλωτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αφού πολλοί από αυτούς έχουν αίφνης βρεθεί άνεργοι η στην καλύτερη περίπτωση με μειωμένο εργασιακό αντικείμενο. Εδώ υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις στα επενδυτικά πλάνα των εταιρειών αφού για πολλές από αυτές θα σημάνουν την αναθεώρηση του ακολουθούμενου έως σήμερα επιχειρηματικού μοντέλου.
Στον κλάδο των ΑΠΕ οι επιπτώσεις περιορίζονται στην συντήρηση των εν λειτουργία μονάδων και κυρίως στην μεγάλη καθυστέρηση για την υλοποίηση ώριμων επενδυτικά επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι αναπόφευκτα θα υπάρξει αργοπορία στην υλοποίηση κάποιων φιλόδοξων εθνικών στόχων, όπως λχ. αυτοί που έχουν τεθεί από το ΕΣΕΚ, αλλά και στην κατασκευή χιλιάδων μικρών έργων και οικιακών εφαρμογών. Έτσι οι ενεργειακές εταιρείες σε όλους τους κλάδους αντιμετωπίζουν σήμερα μικρά ή μεγάλα προβλήματα στην λειτουργία τους, με σοβαρές επιπτώσεις για την επόμενη ημέρα, αφού μεταξύ τους διαθέτουν ένα πολύ μεγαλύτερο δυναμικό από αυτό που αντιστοιχεί στις ανάγκες μιας συρρικνούμενης αγοράς.
Με μεγάλη αβεβαιότητα να επικρατεί για το πως τελικά θα διαμορφωθεί η επόμενη ημέρα και τι μπορεί αυτό να σημαίνει για την ζήτηση και τις ανάγκες των καταναλωτών, είναι εύλογη η ανησυχία των ενεργειακών επιχειρήσεων για το πως θα συνεχίσουν να διαχειρίζονται μια αγορά που τα χαρακτηριστικά της αλλάζουν ημέρα με την ημέρα, αλλά και για το πως θα κινηθούν μελλοντικά και τι προσαρμογές θα υποχρεωθούν να κάνουν προκειμένου να επιβιώσουν, πόσο μάλλον να αναπτυχθούν. Όμως μέσα σε αυτή την καταθλιπτική εικόνα που εκπέμπει η οικονομία και αναπόφευκτα επηρεάζει την ενέργεια, υπάρχουν ακτίνες φωτός εάν μπορέσουμε να δούμε με ψυχραιμία τι θα ακολουθήσει με την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και την δειλή επιστροφή σε πλέον ομαλές συνθήκες.
Αυτό που θα συμβεί είναι μια κλιμακούμενη ανάκαμψη της ζήτησης χωρίς όμως να μπορούμε με βεβαιότητα να προσδιορίσουμε το πότε και το εάν αυτή θα επιστρέψει στην προτέρα κατάσταση (βλέπε επίκαιρη δημοσκόπηση για αυτό το θέμα στο Energia.gr) Αναμφίβολα θα υπάρξει μια επανεκκίνηση και σταδιακή αύξηση της ζήτησης και με πολλά ερωτηματικά- που ήδη τα θέτει η βιομηχανία-για το εάν το πολυδιαφημισμένο Green Deal της ΕΕ θα πρέπει να εφαρμοσθεί κατά γράμμα (όπως έχει σχεδιασθεί από το ευρω-ιερατείο των Βρυξελλών) αγνοώντας όμως τα δεδομένα στην πραγματική οικονομία.
Χωρίς να αμφισβητούμε την ανάγκη για μετάβαση σε καθαρά καύσιμα και την μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου είναι σαφές, κρίνοντας από την σημερινή εμπειρία της πανδημίας, ότι τα προβλήματα και οι κρίσεις του μέλλοντος δεν θα περιορισθούν στην Κλιματική Αλλαγή. Δηλαδή θα πρέπει να είμεθα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και άλλου είδους θεομηνίες όπως νέου τύπου φονικές πανδημίες και ανίατες ασθένειες, συστημική υπογεννητικότητα, επισιτιστικές κρίσεις, καταστροφικούς σεισμούς και τσουνάμι, ακόμα και μεγαλειώδεις εκρήξεις ηφαιστείων που θα στείλουν περίπατο τις θεωρίες περί μη αναστρέψιμης ανθρωπογενούς παρέμβασης στην βιόσφαιρα.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι Κλιματική Αλλαγή αποτελεί μια άμεση “κρίση” και κατάσταση “έκτακτης ανάγκης”, όπως προβάλλεται συστηματικά και χωρίς περίσκεψη από τους περιβαλλοντολόγους ακτιβιστές (δηλ. το γνωστό Climate Emergency) και άρα απαιτεί δήθεν άμεσες και κατεπείγουσες λύσεις. Όπως σήμερα διαπιστώσαμε πραγματική κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» αντιμετωπίζει ο πλανήτης με την κρίση του κορωνοϊού και όχι ένεκα της Κλιματικής Αλλαγής, η αντιμετώπιση της οποίας προϋποθέτει άλλου είδους προσέγγιση και συντονισμένη διαχείριση (από όλα τα κράτη της υφηλίου και όχι μόνο στην ΕΕ) σε βάθος χρόνου όπως ακριβώς προβλέπει η Συμφωνία των Παρισίων του 2015.
Νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες
Σε κάθε περίπτωση η πολυπόθητος επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την τραυματική εμπειρία του κορωνοϊού, η αποκατάσταση μερικώς η ολικώς της ζήτησης σε συνδυασμό με την «Ενεργειακή Μετάβαση» καθορίζουν το νέο επιχειρηματικό τοπίο του ενεργειακού τομέα το οποίο μάλιστα δημιουργεί νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη και δράση. Εάν κάτι ανέδειξε η κρίση του κορωνοϊού είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη ψηφιοποίηση ξεκινώντας από τις υπηρεσίες προς τους καταναλωτές και φθάνοντας στη ίδια την λειτουργία των ενεργειακών παραγωγικών μονάδων και των επιχειρήσεων. Εδώ τα περιθώρια για βελτίωση και αναβάθμιση του ψηφιακού περιβάλλοντος είναι πραγματικά τεράστια και ασφαλώς θα συμβάλλουν στην ανάδειξη νέων υπηρεσιών και επιχειρηματικών ευκαιριών.
Με την ψηφιοποίηση να βοηθά άμεσα στην δημιουργία πολύ μεγαλύτερης ευελιξίας που απαιτείται πλέον στην λειτουργία του όλου ενεργειακού συστήματος (υγρά καύσιμα, φ. αέριο, ηλεκτρισμός, θερμότητα) από την παραγωγή και μεταφορά μέχρι την διανομή. Σε αυτό το πλαίσιο η εισαγωγή νέων τεχνολογιών (δηλ. ΑΠΕ, ηλεκτροκίνηση, αεριοκίνηση, υδρογόνο, modular nuclear reactors, CCS/CCU, fuel cells κα) αναμένεται ότι θα επιταχυνθεί στα αμέσως επόμενα χρόνια δημιουργώντας νέες ευκαιρίες τόσο σε επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης όσο και στο επιχειρείν. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Ελλάδας προβλέπεται μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη των ΑΠΕ, οι οποίες βάσει των προβλέψεων του ΕΣΕΚ πρόκειται να καλύψουν το 61% – 64% της ηλεκτροπαραγωγής και το 35% των συνολικών ενεργειακών αναγκών μέχρι το 2030.
Με δεδομένη την στροφή του ενεργειακού συστήματος στον εξηλεκτρισμό, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης σήμερα ενεργειακής μετάβασης, το βάρος θα δοθεί στην περαιτέρω αναβάθμιση και εξέλιξη των ηλεκτρικών δικτύων, με περισσότερες διασυνδέσεις και αυτοματοποίηση καθώς και στην ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας ενώ η προώθηση εγχώριων και διεθνών διασυνδέσεων θα αποτελεί σταθερό στόχο. Η δε αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο μέσα από μπαταρίες όσο και μέσα από υδροηλεκτρικές μονάδες (pumped storage), μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας για την περαιτέρω διείσδυση του ηλεκτρισμού στο ενεργειακό σύστημα.
Παράλληλα και όχι ασύνδετο με την εξέλιξη των ηλεκτρικών δικτύων θα είναι και η μεγάλης κλίμακας προώθηση της ηλεκτροκίνησης, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο δε ρόλος των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας πρόκειται να αναβαθμιστεί σε συνδυασμό με την παροχή καινοτόμων υπηρεσιών προς τους καταναλωτές που μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνουν συστήματα ενεργειακής βελτίωσης για κτίρια. Επιπλέον, το υδρογόνο και η αξιοποίηση του τόσο για αποθήκευση ενέργειας όσο και ως εναλλακτικό καύσιμο ως προς το φυσικό αέριο είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσει υψηλό ερευνητικό ενδιαφέρον και σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια.
Σημαντικά έργα υποδομών όπως η ολοκλήρωση των διασυνοριακών έργων μεταφοράς φυσικού αερίου στην περιοχή μας ( λχ. επεκτάσεις και κλάδοι του αγωγού TAP, ο αγωγός East Med, υπόγειες δεξαμενές φ. αερίου, κλπ) καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών LNG θα εξακολουθούν να προσελκύουν σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον παρά τον πόλεμο που έχουν κηρύξει οι Βρυξέλλες στους υδρογονάνθρακες, μεταξύ των οποίων και τα έργα που συνδέονται με το φ. αέριο. Τέλος, το επενδυτικό ενδιαφέρον για έρευνες υδρογονανθράκων πρόκειται να επανέλθει με την αναμενόμενη ανάκαμψη των τιμών του αργού σε ποιο λογικά επίπεδα από το Α’ εξάμηνο του 2021 και μετά και με το που θα αρχίσει να ελέγχεται το τεράστιο πλεόνασμα που έχει δημιουργηθεί στην διεθνή αγορά από την απότομη μείωση της ζήτησης. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επιμείνει στην αξιοποίηση του σημαντικού δυναμικού που διαθέτει σε κοιτάσματα φ. αερίου κυρίως σε υποθαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Με δεδομένο ότι εφεξής η κατανάλωση φ. αερίου θα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θα προχωρά η απολιγνιτοποίηση, και λαμβάνοντας υπ´ όψη ότι η χώρα μας εισάγει 100% των ποσοτήτων φ. αερίου που χρησιμοποιεί, η εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων καθίσταται μονόδρομος τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και από την άποψη ενεργειακής και εθνικής ασφάλειας.
ΠΗΓΗ: energia.gr